Καλημέρα φίλοι μου!! Ήρθε η μέρα που θα ξεκινήσουμε την καινούρια μας ιστορία, που θα εξελίσσεται από blog σε blog!! Δεν φαντάζεστε πόσο ανυπόμονη ήμουν μέχρι να συμπληρωθούν οι συμμετοχές!! Σας ευχαριστώ τόσο πολύ για την όρεξη και την διάθεση σας, όσους θα συμπορευτούμε γράφοντας καθώς κι όλους τους φίλους που θέλουν πολύ να ακολουθήσουν την διαδρομή της κοινής μας ιστορίας διαβάζοντάς την!!
Έλαβαν συμμετοχή δώδεκα bloggers και θα συνεχίσει ο καθένας την εξέλιξη της ιστορίας με την σειρά που άφησε το σχόλιό του. Ούτως ή άλλως θα ενημερώνω κάθε blogger από πριν οπότε δεν υπάρχει λόγος να αγχωθεί κανείς. Η σειρά θα είναι αυτή:
- Μαριλένα από https://marilenaspotofart.wordpress.com/
- Αριστέα από http://princess-airis.blogspot.gr/
- Μαριάννα από https://onirokosmos-art.blogspot.gr/
- Πέτρα από http://pistos-petra.blogspot.gr/
- Μαρία Κανελλάκη από http://toapagio.blogspot.gr/
- Μαρία Νικολάου από http://tokeimeno.blogspot.gr/
- Memaria από http://mytripssonblog.blogspot.gr/
- Γιάννης από http://idipoton.pblogs.gr/
- Αλεξάνδρα από http://abuttononthemoon.blogspot.gr/
- Άννα από http://kloanna.blogspot.gr/
- Κλαυδία από http://katoapotinakropoli.blogspot.gr/
- Χριστίνα από http://butterfly-butterflysworld.blogspot.gr/
Ο καθένας έχει στη διάθεσή του έως 8 μέρες να αναρτά την συνέχεια της ιστορίας μας όταν φτάνει η σειρά του, με όριο έως 800 λέξεις!!
Ο τίτλος της ιστορίας μας είναι, Το κόκκινο νυφικό, κι όπως θα διαπιστώσετε διαβάζοντας την αρχή μου δεν κάνω καμία αναφορά στον τίτλο, οπότε το αφήνω πάνω σας πως θα το δέσετε στην εξέλιξη της ιστορίας!! Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!!! Δεν φαντάζεστε πόσο με τιμά που θα βάλουμε μαζί τελεία σε αυτήν την ιστορία που την ταλαιπωρώ 14 χρόνια!!! Εύχομαι να μην σας απογοητεύσω με το στόρυ που είχα στο μυαλό μου τότε και να την βρείτε ενδιαφέρουσα!!
Καλή μας αρχή λοιπόν!! Καλή μας απόλαυση, καλή μας ανάγνωση!! Την εξέλιξη της ιστορίας θα συνεχίσει η Αριστέα μας!!
Είναι ένα αίσθημα αλλόκοτο. Σχεδόν ενοχλητικό κι όμως τόσο αναγκαίο. Ξέσπασμα. Αυτό είναι, ξέσπασμα. Την απόφαση την είχε πάρει λίγο καιρό πριν. Επιστροφή στο πατρικό. Το παρελθόν, τα πρόσωπα κι εκείνη. Πάντα εκείνη. Έπιασε το στομάχι της. Πάλι εκείνο το παράξενο αίσθημα. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τον δρόμο, από το τζαμάκι της άμαξας. Ησυχία. Απόγευμα κι είχε σχεδόν βραδιάσει. Σε λίγη ώρα έφτανε κι όλοι την περίμεναν. Έσφιξε τα δάχτυλα πάνω στην κοιλιά της κι ανέπνευσε με δυσφορία. Ότι κι αν ήταν αυτό που ένιωθε, δεν έλεγε να φύγει. Γαντζωμένο στην άκρη του λαιμού της, λες και προσπαθούσε να δραπετεύσει από μέσα της κι όμως έμενε εκεί. Και σε λίγο έφτανε. Δεν πρέπει να την δουν έτσι, ασθενική, ευάλωτη.
Όταν τους έγραψε πως επέστρεφε, ο πατέρας της την αντιμετώπισε με καχυποψία. Κι όσο για την μητριά της, δεν προσπάθησε στιγμή να κρύψει την δυσαρέσκειά της. Ένιωσε ανεπιθύμητη μέσα στο ίδιο της το σπίτι κι όσο πλησίαζε η ώρα της άφιξης, η φυγή ξαφνικά άρχισε να μοιάζει η πιο ζεστή υποδοχή. Παραδομένη σε αυτές της τις σκέψεις, η άμαξα άφηνε πίσω της γνώριμα τοπία της παιδικής της ηλικίας κι αγκάλιαζε όλο και πιο σφιχτά, σχεδόν αποπνιχτικά, το δύσβατο μονοπάτι της επιστροφής. Όσο γαλήνια της φαίνονταν η φύση στο φως της ημέρας άλλο τόσο απειλητική άρχισε να γίνεται μέσα στο σκοτάδι.
Μετά από ελάχιστες στροφές φάνηκε η έπαυλη. Η άμαξα ακολούθησε υπνωτισμένα τις μυρωδιές από το σπίτι, από τον απεριποίητο κήπο. Από την λίμνη, που τέτοια εποχή μάζευε λογιών ενοχλητικά έντομα. Την τραβούσαν όλα προς τα εκεί, σαν μαγνήτης, και ταυτόχρονα την απωθούσαν σαν κάτι τόσο οικείο που όμως καταντούσε ξένο. Η άμαξα σταμάτησε απότομα κι από το τράνταγμα σταμάτησε κι η ενόχληση στο στομάχι της. Οι πίσω τροχοί είχαν σκαλώσει πάνω σε πέτρες κι ήταν αναγκαία η απομάκρυνσή τους από τον αμαξά. Ασυναίσθητα της ήρθε στο μυαλό κάτι που είχε διαβάσει πρόσφατα, κάτω από την άγουρη την πέτρα κείτονται υγρά ναύαγια.
Η Βέρα στεκόταν πίσω από τις λευκές κουρτίνες της κρεβατοκάμαράς της. Λίγα λεπτά πριν είχε βάλει το μικρό της γιο να κοιμηθεί. Ήταν μια συνήθεια που είχε από όταν ήταν εκείνος μωρό. Πέντε χρόνια μετά την συνέχιζε καθημερινά με την ίδια λαχτάρα. Θα μπορούσε να περάσει ολόκληρη μέρα χωρίς να ασχοληθεί ιδιαίτερα με το παιδί κι όμως μόλις έφτανε η ώρα του ύπνου, άφηνε στην μέση είτε το βραδυνό της δείπνο είτε έναν μικρό περίπατο στον κήπο, για να βάλει η ίδια το παιδί στο κρεβάτι, να του χαϊδέψει τα μαλλιά, να δει τα βλέφαρά του να κλείνουν. Εκείνες τις στιγμές ένιωθε να τον ξαναγεννά. Κάθε βράδυ τον γεννούσε από την αρχή και κανείς δεν το ήξερε.
Άγγιξε απαλά το λευκό ύφασμα και το έφερε κοντά στο πρόσωπό της. Η μυρωδιά του χρόνου παγιδευμένη απ’ άκρη σ’άκρη της κλωστής. Άραγε, η δική της μυρωδιά ήταν πουθενά μέσα στο σπίτι; Το σπίτι… Το σπίτι του άντρα της. Τα έπιπλα του άντρα της. Οι αναμνήσεις, του άντρα της. Ο κήπος του άντρα της. Η λίμνη του άντρα της. Κι εκείνη; Του άντρα της κι εκείνη; Όχι! Εκείνη δεν ανήκε σε κανέναν. Σε κανέναν τους. Ίσως ο μόνος που να άξιζε την αγάπη της να ήταν ο γιος της, αλλά κι αυτός ήταν απαιτητικός. Γι αυτό προτιμούσε μια μικρή αλλά ουσιαστική όπως πίστεύε, επαφή μαζί του. Κι ας τον πρόσεχε όλη μέρα η οικονόμος αφού τόσο πια της άρεσε! Η Βέρα το καθήκον της το έκανε. Έγινε σύζυγος. Έγινε μάνα. Για τους άλλους. Για εκείνη παρέμενε πάντα γυναίκα. Κι ελκυστική γυναίκα μάλιστα. Εξάλλου αυτός ήταν κι ο κύριος λόγος που την παντρεύτηκε ο κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερος, σύζυγός της.
Ήταν χήρος κι αν κι ήθελε να γευτεί τις χαρές της ελευθερίας, εντούτοις οι αυστηρές αρχές του, ο φόβος του για τα λόγια του κόσμου και πάνω από όλα η επιθυμία του για ένα γιο, τον έκαναν να ξαναπαντρευτεί. Όχι βιαστικά βέβαια. Έκανε το λάθος την πρώτη φορά. Σίγουρα η πρώτη του γυναίκα ήταν πολύ όμορφη κι είχε νιάτα κι ήταν υπάκουη, σχεδόν δειλή κατά την γνώμη του, προίκα όμως δεν διέθετε. Ζούσε με την μητέρα της στην πόλη κι όταν αποφάσισε τελικά να την παντρευτεί, σκέφτηκε πως ίσως ήταν προτιμότερο από προίκα να πάρει μια πειθήνια κι άβουλη σύζυγο που στο κάτω κάτω θα ήταν υποχρεωμένη να του δείχνει συνεχώς την ευγνωμοσύνη της.
Έμεινε όμως χήρος ξαφνικά, με μια κόρη μόλις δέκα χρονών. Κάποιος έπρεπε να την μεγαλώσει, εκείνος δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί μαζί της. Αν είχε γιο όλα θα ήταν διαφορετικά. Ένας γιος θα ήταν σιγουριά. Θα ήταν η δική του συνέχεια. Αλλά μια κόρη… Έπρεπε να ξαναπαντρευτεί συντομα κι αυτήν την φορά θα φρόντιζε η μέλλουσα γυναίκα του να διαθέτει και προίκα. Ο ίδιος, όχι πως ήταν υπερβολικά πλούσιος, αλλά δεν ήταν και κανένας τυχαίος. Είχε όνομα κι αυτό μπορούσε με χίλιους τρόπους να το εκμεταλλευτεί προς όφελός του. Όταν γνώρισε την Βέρα ήξερε πως την ήθελε δική του. Όχι μόνο λόγω της τεράστιας προίκας της αλλά και γιατί εκείνη η γυναίκα ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητη. Τόσο γοητευτική, τόσο απροκάλυπτα ατίθαση, ικανή να πυροδοτήσει την φαντασία οποιουδήποτε άντρα. Την ήθελε δική του.
Οσο περνούσε ο καιρός, μέσα στον γάμο γινόταν όλο και πιο αδύνατο να την χαλιναγωγήσει, να τιθασεύσει την φύση της, έτσι μόλις γεννήθηκε ο γιος του, ένιωσε να αποκτά ουσία η ύπαρξή του κι άρχισε πια επιδεικτικά να αδιαφορεί για την Βέρα.
Τα πάντα λοιπόν, δικά του εκεί μέσα. Ή σχεδόν τα πάντα. Κι όμως υπήρχαν φορές που η Βέρα θα ορκιζόταν πως καραδοκούσε μια ανατριχιαστική σιωπή που κάλυπτε αυτό το σπίτι. Από δωμάτιο σε δωμάτιο. Από γωνιά σε γωνιά ως έξω. Πέρα κι από τον κήπο. Στην λίμνη. Μια σιωπή που τους βάραινε όλους, από την πρώτη μέρα που πήγε να ζήσει εκεί. Στην αρχή φοβόταν μήπως ήταν απόρριψη προς το άτομό της επειδή εκείνη πια ήταν η κυρία του σπιτιού. Τόσο διαφορετική από την πρώτη σύζυγο του άντρα της. Δεν άργησε να καταλάβει πως δεν είχε απολύτως καμία σχέση με εκείνη αλλά έφταιγε η εύθραστη υγεία της δεκάχρονης πρόγονής της, που κάθε βράδυ σχεδόν, τα ουρλιαχτά της ράπιζαν ανελέητα την σκοτεινή ησυχία του σπιτιού. Και τότε έσπευδε πάντα η οικονόμος στο προσκεφάλι της μικρής να την ησυχάσει, να την χαϊδέψει, να κάτσει κοντά της και να την παρηγορήσει πως είδε εφιάλτη. Μέχρι να μπορέσει να ξανακοιμηθεί ταλαιπωρημένη από το κλάμα κι από τις φωνές του πατέρα της που προσπαθούσε να της επιβάλλει την σιωπή.
Υπήρξαν κάποια βράδια που η Βέρα κατέβαινε ως το υπνοδωμάτιο της μικρής όταν την άκουγε, αλλά δεν έμπαινε ποτέ μέσα. Πλησίαζε όσο πιο σιγά μπορούσε έξω από την πόρτα κι άκουγε σιωπηλά όσα διαδραματίζονταν μέσα με τις φωνές της μικρής. Αργότερα, ανέβαινε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην κάμαρά της, έπλενε βιαστικά τα χέρια της κι άνοιγε το παράθυρο δίχως να ανάψει λάμπες, στα σκοτεινά, και περίμενε καθιστή στο κρεβάτι της. Ούτε που ήξερε τότε τι περίμενε. Της φαινόταν λογικό. Σαν να περίμενε να καθαρίσει ο αέρας, να φύγει αυτή η πνιγερή αίσθηση. Υπήρξαν φορές που έγδερνε τα χέρια της όταν τα έπλενε γιατί της φαινόταν πως μύριζαν υγρό χώμα. Εκείνες τις στιγμές, έπιανε τον εαυτό της να συμπονεί την μικρή της προγονή που με τους εφιάλτες και τις κραυγές της στοίχειωνε το σπίτι. Στο κάτω κάτω η μικρούλα είχε βρει την μητέρα της στην λίμνη.
Πως να μην είναι αυτό το γεγονός μια τραυματική εμπειρία για ένα παιδί; Κι όμως όσο τα χρόνια περνούσαν τίποτα δεν άλλαζε προς το καλύτερο. Τα πράγματα χειροτέρευαν και τα νεύρα της ήταν κάθε μέρα τεντωμένα. Δεν έφτανε που ήταν παντρεμένη με έναν άντρα που δεν αγαπούσε, έπρεπε να φορτωθεί και την κόρη του με τις κρίσεις της. Πόσες και πόσες φορές δεν ήθελε να του πει, ακόμα και να τον αναγκάσει να την κλείσει την μικρή πουθενά. Ή έστω να την διώξει σε κάποιον συγγενή για κάποιο χρονικό διάστημα. Δεν τους έφτανε που ήταν αναγκασμένη να κοιμάται στο υπνοδωμάτιο της νεκρής, να χρησιμοποιεί τα πράγματά της, να ανασαίνει καθημερινά την αμυδρή αλλά αδιάψευστη παρουσία της παντού μέσα σε αυτό το σπίτι. Πόσο ακόμα να άντεχε και την κόρη της;
Πόσες φορές δεν σκέφτηκε με τρόμο πως αυτό το σπίτι καρτερούσε έναν θάνατο. Έναν θάνατο που θα έφερνε λύτρωση, και που όμως δεν ερχόταν κι έτρωγε το σπίτι από τα θεμέλια. Αργά και βασανιστικά, για χρόνια. Κι όταν επιτέλους ο πατέρας της την έστειλε στην γιαγιά της, την μητέρα της μητέρας της, καθώς ο γιατρός τους είχε επισημάνει πως η αλλαγή περιβάλλοντος θα ήταν βάλσαμο για την μικρούλα, βρήκε επιτέλους την ηρεμία της η Βέρα. Πίστεψε τότε για πρώτη φορά πως θα ήταν εκείνη πλέον η κυρία, η μόνη κυρία αυτού του σπιτιού.
«Και τώρα έρχεται…». Η Βέρα έπιασε δυνατά την κουρτίνα, στο μέσο του υφάσματος καθώς κοιτούσε έξω από το τζάμι, και την τύλιξε αργά γύρω από τον λαιμό της, και μόνο τόσο σφιχτά ώστε να νιώσει την πίεση από το δαντελένιο ύφασμα στον λαιμό της. «Και τώρα αυτή ξανάρχεται και φέρνει μαζί της όλο το παρελθόν. Θα αρχίσουν πάλι τα ίδια. Τα ίδια… ». Τα μάγουλά της είχαν γίνει κατακόκκινα, οι φλέβες στον λαιμό είχαν διογκωθεί όταν είδε από το παράθυρο που στεκόταν την άμαξα να καταφτάνει. Η πνοή της έλουσε το κρύο τζάμι κι οι υγρές τις παλάμες λέρωσαν τα χνάρια της ανάσας της. «Ήρθε η ώρα…».
Είχε γείρει το μελαχρινό της κεφάλι στο ζεστό μαξιλάρι και έπαιζε ασυναίσθητα με λίγες τούφες από τα μαλλιά της μόνο και μόνο για να κρατά τα χέρια της απασχολημένα. Ακόμα κι η ίδια εξέπληξε τον εαυτό της με την τόση αυτοκυριαρχία που εδειξε απο την στιγμή που εφτασε εκει και ειδε τον πατερα της. Την οικογενεια του. Δεν είχε παρά λίγες ώρες που επέστρεψε στο πατρικό κι όμως της φαίνονταν αιώνες. Ή ακόμα χειρότερα, πως δεν έφυγε ποτέ.