φωτό από το διαδίκτυο, επεξεργασμένη από μένα
Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε… Φέτος δεν άνθισε η λεμονιά. Πιπίλιζε αχόρταγα η ρίζα το χώμα το στεγνό, βογγούσαν τα κλαδιά, μα η λεμονιά δεν άνθισε. Ωραία που μυρίζαν τα μαλλάκια σου Θαλιώ μου! Στεφάνι, χλωμά ανθάκια λεμονιάς σκεπάζαν το πορφυρό σου το κεφάλι. Εικοσιδύο, εικοσιτρείς, εικοσιτέσσερις… «Με αγαπάς Γιωργή μου;», ψιθύριζες δειλά, «αγαπώ σε Θαλιώ μου μα τα μαλλάκια σου πιο πολύ». Πλέανε τα δάχτυλά μου, βάρκα ακυβέρνητη στις κόκκινές σου μπούκλες. Κάποτε αγγίζανε το στήθος κι από κει φτάνανε ως το χνούδι σου το αγκάστρωτο. «Με αγαπάς Γιωργή μου;», γινόταν ο ψίθυρος κραυγή, «αγαπώ σε Θαλιώ μου μα τα μαλλάκια σου πιο πολύ». Κι ίδρωνε η παλάμη κι εγώ βλαστήμαγα την μάνα που σε γεννοβόλα έτσι ψιλοκάπουλη. Και πλάκωναν οι σάρκες τα σκεπάσματα κι αλάφραινε η ψυχή. Ξεστήθωτη έχασκες μετά το χόρτασμα, και τάιζες τώρα ντελικάτα στα φιλντισένια δόντια τα ασυγύριστα μαλλάκια. Σαρανταεννιά, πενήντα, πενηνταμία, πενηνταδύο, πενηντατρείς… Χθες στην γειτονιά, τι να σου λέω Θαλιώ μου; Την θυμάσαι την φουρνάρισσα; «Να! Δεν με πιστεύετε να σας χαρώ;», έλεγε και ξανάλεγε και σταυροκοπιόταν, «σαν να πήρε το μάτι μου απ΄την μισάνοιχτη την γρίλια, το Θαλιώ του Γιωργή, καλέ. Σαν να καθόταν στον καθρέφτη, στα σκοτάδια σας λέω και χτένιζε τα μαλλιά, λες και την άκουγα να μετρά τις βουρτσιές της, θιοσχωρέστην». Και δώστου να σταυροκοπιέται η κακομοίρα. «Καλό το παραμύθι σου μα σα να λείπει κάτι», κοροϊδεύαν οι γειτόνοι. «Ταμπλάς μου ρθε σας λέω. », κι άντε πάλι σταυροκόπι κι έφτυνε τον κόρφο της. Ρε την κακομοίρα… Εβδομηνταδύο, εβδομηντατρείς, εβδομηντατέσσερις, εβδομηνταπέντε… Φύγαν και σκορπίσαν τα μαλλάκια σου, δάσος φυλλοβόλο. Τι έφταιγες κι εσύ; «Με αγαπάς Γιωργή μου;», δειλός ο ήχος της φωνής σου. Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρα, υπάκουα χαλινάρια, «αγαπώ σε Θαλιώ μου». «Μα τα μαλλάκια μου πιο πολύ;», κι ήρθε κάλπης ο λόξυγγας για αντιπερισπασμό κι εγώ τσιμουδιά κι έξω έριχνε βροχή μελανιασμένη. Να ξερες πώς βελονιάζει ακόμα το χτενάκι σου με τα λειψά τα δόντια, τα ψεύτικά σου τα μαλλιά Θαλιώ μου. Κι ας έγιναν στο κεφάλι μου παρηγοριά, να μου χαϊδεύουν τους ώμους, τις νύχτες ακόμα ονειρεύομαι σαράκια. Ενενηνταοχτώ, ενενηνταεννιά, εκατό. Καληνύχτα σου Θαλιώ.
Το μικροδιήγημα ήταν η συμμετοχή μου στο διαδικτυακό μας παιχνίδι, Παίζοντας με τις λέξεις, που οργανώνει η Μαρία. Υποχρεωτικές ήταν οι λέξεις με το κόκκινο και τα κείμενα που συνταξιδέψαμε στόλισαν ακόμα μια φορά το παιχνίδι!! Πολλά πολλά συγχαρητήρια στο κείμενο που διακρίθηκε επάξια καθώς και σε όλους τους δημιουργούς που δήλωσαν και πάλι την παρουσία τους γράφοντας!!
Ευχαριστώ από καρδιάς το Μαράκι για την ζεστή φιλοξενία της, την απλόχερη αγκαλιά της κι όλους τους φίλους για την ανάγνωση και την αγάπη που χάρισαν στο περουκάκι!!
Το διήγημα δημοσιεύτηκε υπό την επιμέλεια του Στάθη Ιντζέ, τον οποίο κι ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία, στο διαδικτυακό περιοδικό Θράκα!!
Φιλιά σε όλους και να χουμε μια ήρεμη βδομάδα!! ❤