Kandice Dickinson, A Veiled Tale
Ακόμα μια μαθουσάλεια μορφή περιπλανιέται. Τις νύχτες βγαίνουν από τις κρυψώνες τους οι γέροι. Τις νύχτες καταπίνουν τα δόντια του καρχαρία. Δίπλα της είναι κι άλλοι. Σιωπηλοί συνοδοί σωρού. Εναλλάξ γεννάνε τα παιδιά του καρχαρία. Απόψε είναι η σειρά της. Απόψε θα κρυφτεί κάτω από τα δόντια του. Θα κολλήσει την γλώσσα της στα ούλα του και θα καταπιεί αθόρυβα το καυτερό του σάλιο.
Η Ε. ανοίγει τα μάτια. Σκοτάδι. Είναι πάνω στο κρεβάτι. Αν κάποιος την ρωτούσε ποιο ήταν το χειρότερο όργανο βασανισμού θα του έλεγε, το κρεβάτι. Τριγύρω απουσία. Απουσία χρώματος. Μαύρο. Απουσία γεύσης. Πυρετός. Απουσία του. Ασφυξία. Η Ε. είναι διακοσμητικό μπιμπελό στο κρεβάτι. Τώρα θα ήθελε να ξύσει με το χέρι την μύτη της. Οι φακίδες της, μικρές σταγόνες κεχριμπάρι στόλιζαν την μύτη της. Έτσι της έλεγε αυτός. Κοιτάει το ταβάνι. Σκέφτεται ότι λογικά επάνω της είναι το ταβάνι. Θα πρέπει να είναι λευκό. Προσπαθεί να το φανταστεί. Ένα λευκό χρώμα, ένας λευκός τοίχος. Κάποιος της είχε πει το λευκό δεν είναι χρώμα. Τώρα θα ήθελε να ξύσει με το χέρι την μύτη της. Την Ε. έρχονται πότε πότε και την χαϊδεύουν. Στο κεφάλι. Αλλά η Ε. δεν είναι αδέσποτο. Ούτε κατοικίδιο όμως είναι. Αλλά και πάλι μπορεί να το φαντάζεται. Η Ε. είναι διακοσμητικό μπιμπελό στο κρεβάτι.
Απόψε είναι η σειρά της. Απόψε θα κρυφτεί κάτω από τα δόντια του. Θα κολλήσει την γλώσσα της στα ούλα του και θα καταπιεί αθόρυβα το καυτερό του σάλιο. Αυτό ήταν. Αύριο θα έχει άλλος σειρά. Εκείνη θα βγει στον δρόμο. Πέλμα γυμνό χωρίς ηχώ στο κράσπεδο.
Η Ε. καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μάλλον την έχουν βαλσαμώσει και την έχουν κρατήσει όμορφα τοποθετημένη στο κρεβάτι για γούρι. Κάποτε είχε κρατήσει κι εκείνη για γούρι το τελευταίο δοντάκι που έβγαλε. Τότε ήταν απερίγραπτη η χαρά της. Είχε ακούσει ότι αν το κρατούσε και το έκρυβε για χρόνια χωρίς να το δει ποτέ κανείς, θα μπορούσε να της πραγματοποιήσει μια ευχή. Και το φύλαξε κρυφό από όλους η Ε. Από όλους και σε κανέναν δεν το έδειξε. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Και κάθε βράδυ έβλεπε στον ύπνο της ότι την κυνηγούσαν να της το κλέψουν κι εκείνη έτρεχε. Έτρεχε. Και το πρωί ξυπνούσε μούσκεμα στον ιδρώτα κι έκανε με τρόμο ταξίδι την γλώσσα της σε όλο το στόμα πολλές φορές, πολλές φορές, γύρω-γύρω, γύρω-γύρω, να σιγουρευτεί ότι και τα υπόλοιπα δόντια είναι στη θέση τους.Μπροστά στον καθρέφτη ένα-ένα μέτραγε και ξαναμέτραγε. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα να σιγουρευτεί ότι τα δόντια είναι στη θέση τους.
Αύριο θα έχει άλλος σειρά. Εκείνη θα βγει στον δρόμο. Πέλμα γυμνό χωρίς ηχώ στο κράσπεδο. Θα προσπεράσει πεζούς και ρόδες να προλάβει να γεννήσει στο αλμυρό νερό.
Μόνο σε αυτόν το είχε πει αλλά αυτός την κορόιδευε. Της έλεγε τάχα πως κανένα δόντι ή δοντάκι δεν θα της πραγματοποιούσε καμία ευχή. Διαφορετικοί κι οι δυο. Σαν να έσμιξε η πεταλούδα με τον σκορπιό και φτιάξανε καινούριο είδος. Ζεύγος γελοίων. Όχι έρωτας. Ούτε συνήθεια. Προσκόλληση. Και σύγκρουση. Γεννήθηκαν έτσι. Διαφορετικοί κι οι δυο. Κυανοί αποκομμένοι. Εσώκλειστοι στο τραγικό τους δέρμα. Καμιά φορά η Ε. τον θυμάται να παίζει με τα μαλλιά της, να σβήνει το φως και να της λέει ότι από προφίλ, η γάτα της του θύμιζε τον παππού του. Κι η Ε. γελούσε και του έλεγε θα θυσίαζε για κείνον το δοντάκι.
Η Ε. τώρα έχει γείρει το κεφάλι στο ζεστό μαξιλάρι και πολύ θα ήθελε να χαϊδέψει λίγες τούφες από τα μαλλιά της. Η Ε. δεν νιώθει. Μίσος, αγάπη. Φθόνο. Πολύ απλά η Ε. δεν νιώθει. Χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Μια μέρα πήρε στα χέρια της το δοντάκι, το έγλυψε λίγο και μετά το έσφιξε με δύναμη στη χούφτα κι ευχήθηκε πολύ. Πολύ πολύ όμως. Τώρα δεν μπορούσε να θυμηθεί, αλλά θυμάται ότι ευχήθηκε πολύ. Και μετά άνοιξε την χούφτα και δεν υπήρχε πουθενά το δοντάκι και φαντάστηκε ότι η ευχή της πραγματοποιήθηκε, αλλά τελικά δεν είχε πραγματοποιηθεί. Κι από τότε η Ε. δεν νιώθει. Μίσος, αγάπη. Φθόνο. Απλά η Ε. δεν νιώθει. Αυτός γέλαγε τότε και της έλεγε ότι το κατάπιε άθελά της το δοντάκι όταν το έγλυψε αλλά η Ε. το αρνήθηκε και προσδοκούσε με υπομονή την δίκαιη ανταμοιβή της.
Θα προσπεράσει πεζούς και ρόδες να προλάβει να γεννήσει στο αλμυρό νερό. Όπου να ναι γεννάει. Όπου να ναι θα γεννήσει το δοντάκι. Κι αυτό θα επιπλέει μπροστά της, στην άκρη της θάλασσας. Και δεν θα πηδήξει ποτέ να το πιάσει. Φτάνει να ναι εκεί και να επιπλέει.
Τώρα η Ε. καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μάλλον την έχουν βαλσαμώσει και την έχουν κρατήσει όμορφα τοποθετημένη στο κρεβάτι για γούρι. Καμιά φορά έρχονται πότε πότε και την χαϊδεύουν. Στο κεφάλι. Αλλά η Ε. δεν είναι αδέσποτο. Ούτε κατοικίδιο όμως είναι. Αλλά και πάλι μπορεί να το φαντάζεται. Η Ε. είναι διακοσμητικό μπιμπελό στο κρεβάτι. Αν κάποιος την ρωτούσε ποιο ήταν το χειρότερο όργανο βασανισμού θα του έλεγε, το κρεβάτι. Κι απ’ όλους, αυτός πιο δικός της. Απ’ όλους, αυτός πιο δικός της. Που να ναι τώρα; Έτσι έλεγε η Ε. Δεν θα τον άλλαζε με τίποτα και με κανέναν. Αλλά καμιά φορά έτσι ακίνητη, αν την ρωτούσαν, εκεί που κλείνει τα μάτια, εκεί που την χαϊδεύουν στο κεφάλι, και δεν μπορεί να ξύσει την μύτη, ευχαρίστως θα αντάλλαζε το δοντάκι, με μια πιπίλα.
Και δεν θα πηδήξει ποτέ να το πιάσει. Φτάνει να ναι εκεί και να επιπλέει.
Kristamas Klousch, Chapel veil
Ευχαριστώ πολύ το διαδικτυακό περιοδικό Σοδειά για την φιλοξενία του διηγήματός μου στον χώρο του!

Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...