Το στήθος σου είναι προσκλητήριο μέσα στο μεσημέρι.
Επάνω στο σταυρό του ακουμπάει ο έρωτας και περιμένει
Το στήθος σου είναι ο τελευταίος δρόμος
Επάνω στο σταυρό του διαμαρτύρεται το έρημο καλοκαίρι (ένα στήθος στο τρένο, Θωμάς Γκόρπας)
Φέτος δεν υπήρξαν εποχές.
Στεκόμασταν στη διάβαση
με ένα βαρύ παλτό
και όταν περνούσαμε απέναντι
ήταν πια Άνοιξη
και πετούσαμε
τα ρούχα στον αέρα. (μια σχεδόν πειστική δικαιολογία, Χλόη Κουτσουμπέλη)
Άνοιγα έκλεινα πόρτες παράθυρα
τραύλιζα τρέκλιζα έπαιζα
διάδρομοι φίδια οροφές κεραυνοί
τακούνια σε πλακάκια πολύχρωμα.
Κατοικούσα χρόνια σ’ αυτές τις σπηλιές
είχα ξεχάσει πως είναι να βγαίνεις στο φως.
Να περιμένεις στον ήλιο. (μικρή ιστορία διπλών πλυντηρίων, Άννα Αφεντουλίδου)
τι κι αν ακούγονται γαυγίσματα
και η ατμόσφαιρα είναι φορτισμένη κεραυνούς
τι κι αν υψώνεται μπροστά μας
η πινακίδα με τη νεκροκεφαλή
και το ξερό πηγάδι χάσκει απειλητικό
στο επόμενό μας βήμα
τις πεταλούδες βλέπουμε εμείς
απολαμβάνουμε τη μουσική και τα λουλούδια
και πάντα περιμένουμε τον ήλιο
να ζούμε μάθαμε σχεδόν ευτυχισμένοι
χαϊδεύοντας τον λυσσασμένο σκύλο (modus vivendi, Τόλης Νικηφόρου)
δεν γεννηθήκαμε
φυτρώσαμε
λειχήνες σε στέγη
μας χαϊδεύουν με τα νύχια οι γάτες
ανασαίνουμε εντός μας
δεν μας ακούς ποτέ
συντονιζόμαστε μόνο
με τα βεγγαλικά της ανάστασης
ενίοτε γινόμαστε σαρκοφάγα
αν θα μεγαλώσουμε ποτέ
θα γίνουμε εφιάλτες (όνειρα, Τζούλια Φορτούνη)
