Καλημέρα σε όλους φίλοι μου!! Εχω μέρες να περάσω από τα σπιτάκια σας να μάθω νέα σας αλλά αυτή η βδομάδα που μας πέρασε είχε απίστευτο τρέξιμο!! Δηλαδή κι οι δικοί μου μόνο την ώρα του ύπνου με έβλεπαν γιατί εγώ κοιμόμουν!!
Μια να κλείνουν οι δρόμοι, μια να ανοίγουν, να περπατάμε ώρες μέχρι να φτάσουμε στο προορισμό, αν μένεις κέντρο με νιώθεις!! Να ναι καλά κάτι οδηγοί λεωφορείων που στα μουλωχτά κι όταν μπορούσαν μας πήγαιναν εκτός διαδρομής για να πάρουμε μετρό ή τουλάχιστον να μαστε όσο πιο κοντά στο κέντρο γίνεται να πάμε στα σπίτια μας!!
Φυσικά τα δυο υπέροχα bazaar μας σε Κερατσίνι και Θησείο που ήθελα οπωσδήποτε να πάω το σ/κ και να χαρώ τις υπέροχες φίλες bloggers που τα διοργάνωναν!! Φαντάζομαι θα διαβάσετε στα blogs της Αλεξάνδρας και της Νικόλ περισσότερα νέα!! Γενικά, όσο μπορούμε να βοηθάμε αγοράζοντας από bazaar που γίνονται καθόλη την διάρκεια των γιορτών, θεωρώ είναι προτιμότερο κι είναι κι αυτό που λέμε πιάνουν τόπο τα χρήματα!!
Τέλος, σας αφήνω να διαβάσετε ή να ξαναδιαβάσετε το μικροδιήγημα με το οποίο συμμετείχα στο 12ο Παίζοντας με τις λέξεις, που διοργανώνει με πολλή αγάπη η Μαρία!! Υποχρεωτικές ήταν οι 5 λέξεις στα κόκκινα και φυσικά οι συμμετοχές ήταν όλες διαλεχτές, άκρως συγκινητικές και μας χάρισαν ένα θαυμάσιο δρώμενο γραφής!! Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το εκπληκτικό νικητήριο κείμενο καθώς κι όλες τις αξιόλογες σύμμετοχές!! Αξίζει να αναφέρω, πως το υπογάκι μου αν και ακίνητο, έκανε κάποιες διαδρομές μέχρι να φτάσει στην οθόνη, εξαιτίας μου φυσικά καθώς κάπου έκαψα κύτταρα αλλά τέλος καλό όλα καλά!! Ενα τεράστιο ευχαριστώ στην Αλεξάνδρα που με ενέπνευσαν οι ιστορίες αλληλεγγύης της για να γράψω το κείμενο, ένα επίσης τεράστιο ευχαριστώ στην φιλόξενη και απλόχερη αγκαλιά της Μαρίας που κράτησε στα ζεστά το υπογάκι μου και φυσικά όλους εσάς που διαβάσατε, σχολιάσατε, ψηφίσατε και γενικά κουρνιάσατε στο υπογάκι με τους κουραμπιέδες!! Πολλά γλυκά φιλιά και καλή μας βδομάδα!!
Η μνήμη έχει φτερά. Η μνήμη βγάζει ρίζες. Νοερά στέκω έξω από το έρημο σπίτι σου. Φοβάμαι μην χτυπήσω και δεν ανοίξει κανείς. Φοβάμαι μην χτυπήσω κι ανοίξει. Κι είσαι εσύ, αλλά πια δεν είσαι εκείνη. Και δεν είσαι εσύ και κάπου έχεις ξεχαστεί. Κι ας σκούζουν ακόμα βογγητά και ψίθυροι από τις νύχτες που με τάιζες την άχνη σου κι εγώ τις πληγές σου.
Πρώτη φορά που σε είδα, το υπογάκι σου υγρό, σκοτεινό κι εγώ παιδί αμούστακο ακόμα. Κι ύστερα, θριαμβικά όλα μεγαλώσαν. Το σώμα, τα δάχτυλα, η φωνή. Το υπογάκι πια, σωστή καλύβα με τα όλα της. Οι γκρίζοι τοίχοι του άνθισαν, το τρίξιμο στο πάτωμα έγινε μελωδία, κι η ανυπόφορη ζέχνα από τους σωλήνες μοσχοβόλαγε άχνη και βανίλια.
Όσο κι αν σε ρωτούσα, γιατί έφτιαχνες κουραμπιέδες, δεν απαντούσες μόνο φιλούσες πεταχτά την ζύμη, την σταύρωνες με τα λεπτά σου δάχτυλα και γέμιζες το ταψί καρδιές αφράτες, έτοιμες να ψηθούν και να πασπαλιστούν. Μια φορά την βδομάδα. Λες κι ήσουν από μεγάλο τζάκι και σου περίσσευαν για υλικά! Μα δεν έχουμε ακόμα Χριστούγεννα σου λεγα κι εσύ πότιζες τη διψασμένη τραγανή ζύμη άχνη λευκή που ακόμα μου τυραννά τα ρουθούνια.
Κι έβγαινες στις αυλές, και γύριζες στους δρόμους, στο σχολείο, χτυπούσες πόρτες, η άσωτη εσύ, και πρόσφερες κουραμπιέδες. Στα γόνατα σχεδόν, άοπλη κερνούσες κι όμως τα θεριά δεν σε αφήναν σε ησυχία. Κυνήγι ανελέητο από ανθρώπους και θύμισες. Στόματα ελάχιστα γεύτηκαν τις νόστιμες καρδιές σου. Τα περισσότερα δάγκωναν, πλήγωναν, κι έφτυναν.
Κι ας ήσουν για τους άλλους μια θάλασσα ολόκληρη που βούλιαζαν μέσα της κορμιά, κι ας ήσουν ολόκληρη χώμα που πάταγαν και φύτευαν αγκάθια.
Ακόμα θυμάμαι τα θεριά. Μερόνυχτα να σε κυνηγάνε, στον ύπνο και στον ξύπνιο. Κι εσύ γυμνή, με τα μαλλιά ξέπλεκα να πνίγεις αναφιλητά και σπασμούς στο κρεβάτι. Τι συμβαίνει, σε ρωτούσα, τι έχεις. Και δεν απάνταγες. Έκλεινες τα μάτια και κρυβόσουν εκεί, μόνη, να παραμιλάς, το παιδί, το παιδί, μέχρι να σε ξαναπάρει αχάραγα ο ύπνος. Μόνο εκείνο το απόγευμα που, δεν θα το ξεχάσω, ξύπνησες με ουρλιαχτά και κλάμματα κι άθελά σου είχες βρέξει το κρεβάτι. Σε πήρα αγκαλιά, τι φοβάσαι σε ρώτησα, τι φοβάσαι, μα μόνο έκλαιγες κι είχες κλειστά τα μάτια. Κι όταν σου τραγούδησα για πρώτη φορά την Αμερσούδα με κοίταξες και λύθηκες στα γέλια! Κι έλαμψαν τα μάτια σου και σηκώθηκες γυμνή και κατουρημένη να χοροπηδάς στο κρεβάτι και να τραγουδάμε μαζί:
«Η θεία μου η Αμερσούδα τρία βρακιά φορεί μέχρι να βγάλει το ένα τα δυο τα κατουρεί»
Από τότε με τάιζες τους κουραμπιέδες δυο δυο κι εγώ ποτέ δεν σε ξαναρώτησα γιατί τους φτιάχνεις. Κάποτε, έφυγα μετανάστης, χαθήκαμε μα δεν σε ξέχασα. Κι ας μην έμαθα τι απέγινες, κι ας μην έμαθα ποτέ για κείνο το παιδί που έδωσες ή που σου πήραν. Μόνο, καμιά φορά, κάνω σενάρια, λέω, εξαιτίας του φίλευες εχθρούς και φίλους, τους πολύτιμους σου κουραμπιέδες σε σχήμα καρδιάς. Μην έτσι βαλσάμωνες τις θαμπές αναμνήσεις από τα βαφτίσια του που δεν πήγες. Από τα γενέθλια που μαζί του δεν γιόρτασες.