Μια πόλη που καθημερινά απολαμβάνεις να ανακαλύπτεις τις κρυφές γωνιές της! Που σκορπά απλόχερα φωνές, αρώματα, εικόνες αυθεντικές! Που συνυπάρχουν γύρω της το τότε και το τώρα πότε αρμονικά και πότε χαοτικά! Μια πόλη λουσμένη στο φως και το μυστήριο, άλλοτε γυμνή και μεθυστική κι άλλοτε καταφύγιο ή φυλακή! Όρεξη να χεις να ρεμβάζεις τα πολλά της πρόσωπα ή προσωπεία!!
Ίσως αυτό να νιώθω, ένα απέξω ένα απομέσα και στη μέση εγώ, ίσως αυτό να είμαι, αυτό που χωρίζει τον κόσμο στα δύο, απ’ τη μια μεριά το απέξω, απ’ την άλλη το απομέσα, αυτό μπορεί νά ‘ναι φτενό σαν τσιγαρόχαρτο, εγώ δεν είμαι από καμιά μεριά, είμαι στη μέση, είμαι το διάφραγμα, έχω δύο όψεις και διόλου πάχος, ίσως αυτό να νιώθω, να με νιώθω να πάλλομαι, είμαι το τύμπανο, απ’ τη μια ο νους και απ’ την άλλη ο κόσμος, εγώ δεν είμαι σε κανέναν.
Σάμουελ Μπέκετ, Ο Ακατονόμαστος
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια ξανάρχεται. Καλώς να ’ρθεί. Γκρεμίζω την ασκήμια. Είμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ’χει το δείλιασμα, κι όλο ρωτά και μήτε ναι, μήτε όχι δεν του αποκρίνεται κανείς και πάει κι όλο προσμένει το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει. Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω, και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο. Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό τού δούλεψε τ’ ατσάλι και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι, και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω, και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω; Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας, όποιοι είστε· γρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε! Κωστής Παλαμάς, Ο Γκρεμιστής
Θα σου πω ποια μοναξιά με τρομάζει περισσότερο, εκείνη που την νιώθεις μέσα στο πλήθος… γιατί κανείς δεν ακούει τα λόγια σου, δεν μετράει τους παλμούς της καρδιάς σου, δεν απλώνει το χέρι να πιάσει το δικό σου… απλά βαδίζει δίπλα σου και πολλές φορές σε σπρώχνει για να περάσει… Γιάννης Ρίτσος
Κάποιος εξημέρωσε, κάποτε, μια μοναξιά
από θηρίο της ερήμου ζώο,
την έκανε οικόσιτο
κι ήτανε τρυφερή και διακριτική
και στην αφή τόσο απαλή
πιο απαλή ακόμα κι από γάτα.
Τώρα, πώς έγινε κι έτσι ξαφνικά
αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά
τον κατασπάραξε,
κανείς δεν ξέρει. Αργύρης Χιόνης
Είναι κορμί ο ουρανός της Αττικής χαίρεται και λυπάται
δείχνει τα μαύρα γερατειά
καθώς η νύχτα ομοούσια με τη θλίψη
κλώθει τα δικά της πετεινά
η νύχτα η καθίζηση του θείου
και θυμάμαι το γενετήσιο αίμα της. Νίκος Καρούζος
Που έχεις κρυφτεί και δεν ακούς.
Και τρως μέσα στη θλίψη τη ζωή σου,
Αν κι έχεις αρχαγγέλου φως.Η λύπη σου έχει έναν καθρέφτη
Κι όλο κοιτάζεται κι όλο λυπάται.
Όλο κουβάρια και κουμπιά
Κάμποσες άγνωστων φωτογραφίες
Κι ανάμεσα και μια δική σου:Μαζί βγαίναμε από κάποια εκκλησία.
Οι άλλοι σιγοκλαίγανε και σκύβαν.
Όμως εσύ, στηριγμένος στο χέρι μου,
Κρατούσες το βλέμμα σου ψηλά,
Προς ένα ουρανό που ακόμη
Δεν έχει φθαρεί μες στο χαρτί.Απ’ αυτήν τη γωνιά της εικόνας
Που τη λησμόνησες ή την οικτίρεις πια,
Εγώ σαν φίλος τώρα σε κοιτάζω,
Σαν κάποιος που σ’ έχει αγαπήσει.Ω, πώς να μ’ άκουγες που ακόμη
Για σένα τραγουδώ ολομόναχος.
Και που δε βρήκαμε πολλά, αυτός δεν είναι
Λόγος να ζούμε με τα λίγα.
Κάτω απ’ τον άπληστο ουρανό
Γιατί να ντρέπομαι και να φοβάμαι;
Με τα πολλά που τόλμησα να φανταστώ
Πηγαίνω
Και που είναι
-Σαν να τα έχω αξιωθεί-
Μεγάλα. Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου

μπλε της ψίθυρο
η ποίηση
κυρίως
δυναμώνει τον ήχο
της σιωπής. Μαρία Λαϊνά

πόσα αλλήθωρα χρόνια
είδαμε να φεύγουν
εν ριπή οφθαλμούπόσες φορές
το τετράγωνο
της υποτείνουσας
ήταν λάθος
κι η πόλη
χυμένο ποτάμι
έτρεχε πίσω μας.Και τώρα λέγε
τι περιμένουμε
ξυπνώντας,
εκτός από τις σκιές
των απόντωνμήπως φανούν
στην πόρτα μας
κάποιο Σάββατο
με το τρένο
των εννιά. Λίνα Φυτιλή