bazaar · ebook · συμμετοχή στο ''παίζοντας με τις λέξεις'' · διήγημα

Το υπογάκι

Καλημέρα σε όλους φίλοι μου!! Εχω μέρες να περάσω από τα σπιτάκια σας να μάθω νέα σας αλλά αυτή η βδομάδα που μας πέρασε είχε απίστευτο τρέξιμο!! Δηλαδή κι οι δικοί μου μόνο την ώρα του ύπνου με έβλεπαν γιατί εγώ κοιμόμουν!!

Μια να κλείνουν οι δρόμοι, μια να ανοίγουν, να περπατάμε ώρες μέχρι να φτάσουμε στο προορισμό, αν μένεις κέντρο με νιώθεις!! Να ναι καλά κάτι οδηγοί λεωφορείων που στα μουλωχτά κι όταν μπορούσαν μας πήγαιναν εκτός διαδρομής για να πάρουμε μετρό ή τουλάχιστον να μαστε όσο πιο κοντά στο κέντρο γίνεται να πάμε στα σπίτια μας!!

Φυσικά τα δυο υπέροχα bazaar μας σε Κερατσίνι και Θησείο που ήθελα οπωσδήποτε να πάω το σ/κ και να χαρώ τις υπέροχες φίλες bloggers που τα διοργάνωναν!! Φαντάζομαι θα διαβάσετε στα blogs της Αλεξάνδρας και της Νικόλ περισσότερα νέα!! Γενικά, όσο μπορούμε να βοηθάμε αγοράζοντας από bazaar που γίνονται καθόλη την διάρκεια των γιορτών, θεωρώ είναι προτιμότερο κι είναι κι αυτό που λέμε πιάνουν τόπο τα χρήματα!!

 

 

Τέλος, σας αφήνω να διαβάσετε ή να ξαναδιαβάσετε το μικροδιήγημα με το οποίο συμμετείχα στο  12ο Παίζοντας με τις λέξεις, που διοργανώνει με πολλή αγάπη η Μαρία!! Υποχρεωτικές ήταν οι 5 λέξεις στα κόκκινα και φυσικά οι συμμετοχές ήταν όλες διαλεχτές, άκρως συγκινητικές και μας χάρισαν ένα θαυμάσιο δρώμενο γραφής!! Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το εκπληκτικό νικητήριο κείμενο καθώς κι όλες τις αξιόλογες σύμμετοχές!! Αξίζει να αναφέρω, πως το υπογάκι μου αν και ακίνητο, έκανε κάποιες διαδρομές μέχρι να φτάσει στην οθόνη, εξαιτίας μου φυσικά καθώς κάπου έκαψα κύτταρα αλλά τέλος καλό όλα καλά!! Ενα τεράστιο ευχαριστώ στην Αλεξάνδρα που με ενέπνευσαν οι ιστορίες αλληλεγγύης της για να γράψω το κείμενο, ένα επίσης τεράστιο ευχαριστώ στην φιλόξενη και  απλόχερη αγκαλιά της Μαρίας που κράτησε στα ζεστά το υπογάκι μου και φυσικά όλους εσάς που διαβάσατε, σχολιάσατε, ψηφίσατε και γενικά κουρνιάσατε στο υπογάκι με τους κουραμπιέδες!! Πολλά γλυκά φιλιά και καλή μας βδομάδα!!

 

 

 

 

Η μνήμη έχει φτερά. Η μνήμη βγάζει ρίζες. Νοερά στέκω έξω από το έρημο σπίτι σου. Φοβάμαι  μην χτυπήσω και δεν ανοίξει κανείς. Φοβάμαι μην χτυπήσω κι ανοίξει. Κι είσαι εσύ, αλλά πια δεν είσαι εκείνη. Και δεν είσαι εσύ και κάπου έχεις ξεχαστεί. Κι ας σκούζουν ακόμα βογγητά και ψίθυροι από τις νύχτες που με τάιζες την άχνη σου κι εγώ τις πληγές σου.

Πρώτη φορά που σε είδα, το υπογάκι σου υγρό, σκοτεινό κι εγώ παιδί αμούστακο ακόμα. Κι ύστερα, θριαμβικά  όλα μεγαλώσαν. Το σώμα, τα δάχτυλα, η φωνή. Το υπογάκι πια, σωστή καλύβα με τα όλα της. Οι γκρίζοι τοίχοι του άνθισαν, το τρίξιμο στο πάτωμα έγινε μελωδία, κι η ανυπόφορη ζέχνα από τους σωλήνες μοσχοβόλαγε άχνη και βανίλια.

Όσο κι αν σε ρωτούσα, γιατί έφτιαχνες κουραμπιέδες, δεν απαντούσες μόνο φιλούσες πεταχτά την ζύμη, την σταύρωνες με τα λεπτά σου δάχτυλα και γέμιζες το ταψί καρδιές αφράτες, έτοιμες να ψηθούν και να πασπαλιστούν. Μια φορά την βδομάδα. Λες κι ήσουν από μεγάλο τζάκι και σου περίσσευαν για υλικά! Μα δεν έχουμε ακόμα Χριστούγεννα σου λεγα κι εσύ πότιζες τη διψασμένη τραγανή ζύμη άχνη λευκή που ακόμα μου τυραννά τα ρουθούνια.

Κι έβγαινες στις αυλές, και γύριζες στους δρόμους, στο σχολείο, χτυπούσες πόρτες, η άσωτη εσύ, και πρόσφερες κουραμπιέδες. Στα γόνατα σχεδόν, άοπλη κερνούσες κι όμως τα θεριά δεν σε αφήναν σε ησυχία. Κυνήγι ανελέητο από ανθρώπους και θύμισες. Στόματα ελάχιστα γεύτηκαν τις νόστιμες καρδιές σου. Τα περισσότερα δάγκωναν, πλήγωναν, κι έφτυναν.

Κι ας ήσουν για τους άλλους μια θάλασσα ολόκληρη που βούλιαζαν μέσα της κορμιά, κι ας ήσουν ολόκληρη χώμα που πάταγαν και φύτευαν αγκάθια.

Ακόμα θυμάμαι τα θεριά. Μερόνυχτα να σε κυνηγάνε, στον ύπνο και στον ξύπνιο. Κι εσύ γυμνή, με τα μαλλιά ξέπλεκα να πνίγεις αναφιλητά και σπασμούς στο κρεβάτι.  Τι συμβαίνει, σε ρωτούσα, τι έχεις. Και δεν απάνταγες. Έκλεινες τα μάτια και κρυβόσουν εκεί, μόνη, να παραμιλάς, το παιδί, το παιδί, μέχρι να σε ξαναπάρει αχάραγα ο ύπνος. Μόνο εκείνο το απόγευμα που, δεν θα το ξεχάσω, ξύπνησες με ουρλιαχτά και κλάμματα κι άθελά σου είχες βρέξει το κρεβάτι. Σε πήρα αγκαλιά, τι φοβάσαι σε ρώτησα, τι φοβάσαι, μα μόνο έκλαιγες κι είχες κλειστά τα μάτια. Κι όταν σου τραγούδησα για πρώτη φορά την Αμερσούδα με κοίταξες και λύθηκες στα γέλια! Κι έλαμψαν τα μάτια σου και σηκώθηκες γυμνή και κατουρημένη να χοροπηδάς στο κρεβάτι και να τραγουδάμε μαζί:

«Η θεία μου η Αμερσούδα τρία βρακιά φορεί μέχρι να βγάλει το ένα τα δυο τα κατουρεί»

Από τότε με τάιζες τους κουραμπιέδες δυο δυο κι εγώ ποτέ δεν σε ξαναρώτησα γιατί τους φτιάχνεις. Κάποτε, έφυγα μετανάστης, χαθήκαμε μα δεν σε ξέχασα. Κι ας μην έμαθα τι απέγινες, κι ας μην έμαθα ποτέ για κείνο το παιδί που έδωσες ή που σου πήραν. Μόνο, καμιά φορά, κάνω σενάρια, λέω, εξαιτίας του φίλευες εχθρούς και φίλους, τους πολύτιμους σου κουραμπιέδες σε σχήμα καρδιάς. Μην έτσι βαλσάμωνες τις θαμπές αναμνήσεις από τα βαφτίσια του που δεν πήγες. Από τα γενέθλια που μαζί του δεν γιόρτασες.

διήγημα · video

Μπάσταρδο, Δέσποινα Πατρικίου

susana san juan, josephine sacabo

 

«Βάλτο μπρούμυτα μέσα.».

Με λένε πόρνη. Σε σκότωσα σε σκάτωσα. Έλειπε έλειπε καιρό ο Αντώνης. Ο Κ. μάτια μικρά χείλη μεγάλα. Με γλείφανε, με πείθανε. Ο Κ. έβαλε ένα παιδί στην κοιλιά μου. Όταν το βγαλα, μπαστάρδι το πανε. Έλειπε έλειπε καιρό ο Αντώνης. Σε σκότωσα , σε σκάτωσα. Θέλω να με θάψετε μπρούμυτα. Χτικιάσανε οι λέξεις μου.

Τα υλικά : σιτάρι, γαρύφαλο, καρύδια, φουντούκια, αμύγδαλα, ρόδι, μαϊντανό, κύμινο, σουσάμι, αλεύρι, ζάχαρη, μπισκότα πτι μπερ.

Γύρισε γύρισε ο Αντώνης. Το μπάσταρδο σαν είδε, δικό μου δεν είναι, είπε, πουτάνα, πουτάνα που ξενοπηδιέσαι. Ζωντανό το θαψε το μπάσταρδο. Τ άκουγα να σκούζει. Σκύλα μάνα σκοτώνουν το μπάσταρδο κι εσύ δεν βγάζεις άχνα. Μικρό μου μπάσταρδο αμαρτία η γέννηση, αμαρτία κι ο θάνατος σου.

 Εκτέλεση :

Βράζουμε το σιτάρι έως να βράσει καλά και να σκάσει (διογκωθεί). Το βγάζουμε, το ξεπλένουμε για να φύγει η γλίτσα, το βάζουμε σε ένα τρυπητό για περίπου καμιά ώρα (αν είναι καλοκαίρι στο ψυγείο), μετά παίρνουμε καθαρό λευκό σεντόνι ή τραπεζομάντιλο και το απλώνουμε επάνω. Είναι έτοιμα όταν ξεκολλάνε πλέον απ το πανί, περίπου 4 ώρες. Περνάμε απ’ το τηγάνι μας τα αμύγδαλα, τα φουντούκια και το σουσάμι για να πάρουν χρώμα, όπως επίσης και το αλεύρι έως ότου γίνει μπεζ. Όταν κάνουμε όλα αυτά παίρνουμε ένα κουβαδάκι ή ένα μεγάλο μπολ και ρίχνουμε μέσα το σιτάρι, τους ξηρούς καρπούς και τα μπισκότα (τα οποία όλα αυτά τα έχουμε θρυμματίσει) καθώς και τα αρωματικά.

Σε βλέπω στον ύπνο μου μπάσταρδο, ξεθάβω λέει τον λάκκο σου. Να σε ξανάβρω θέλω. Βαθιά πολύ βαθιά σε έθαψε ο Αντώνης. Σκάβω, σκάβω, δεν σε βρίσκω. Μπαίνω εγώ στον λάκκο σου δεν περνάει κανείς να με σκεπάσει. Ασκέπαστη είμαι, μπάσταρδο, μέσα σε τρύπα, χώμα.

Όταν ανακατευτούν όλα παίρνουμε το δίσκο και τα τοποθετούμε μέσα. Ρίχνουμε από πάνω χωρίς να το ανακατέψουμε το αλεύρι το ψημένο και πάλι από πάνω την ζάχαρη (προσοχή ποτέ την ζάχαρη μέσα στα κόλυβα, ζαχαρώνει). Παίρνουμε μια χαρτοπετσέτα, την ανοίγουμε και πατάμε την ζάχαρη για να κάτσει ομοιόμορφα παντού. Κάνουμε το σχέδιο ένα σταυρό και δεξιά αριστερά τα αρχικά του νεκρού. Το στόλισμα γίνεται ή με κουφέτα ή σοκολατένιες ελίτσες ή ξηρούς καρπούς.

 

Σημείωση: Το διήγημα της Δέσποινας Πατρικίου, είναι μια μοντέρνα εκδοχή του διηγήματος του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, Πίστομα, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Ένα ακόμα διήγημα της Δέσποινας, Γουάιλντ Κατ

Το βίντεο που ακολουθεί είναι σε σκηνοθεσία και σενάριο του Γιώργου Φουρτούνη.

Η έμπνευση έχει απίστευτες διακλαδώσεις.. Πάντα..!!

 

ποιήματα · βιντεοποίηση · διήγημα · video · videopoetry

Γουάιλντ Κατ, Δέσποινα Πατρικίου

jessica brenneke, gloomy sunday

 

 

Ούτε και σήμερα πήδηξα από το μπαλκόνι. Μαγείρεψα πράσα με σέλινο για τον Στέλιο και τη γριά. Στο γάμο μας μου είχε κρεμάσει δύο χρυσές λίρες. Μοναχοπαίδι τον είχε, χήρα ταγματάρχου. Ταξιτζής ο Στελάκης,τον γνώρισα την ημέρα της κηδείας της θείας Νίτσας. Από ανακοπή πήγε,θεός σχωρέσ’ την. Βιαζόμουν και πενθούσα,πήρα ταξί.

Βγαίναμε κανά εξάμηνο. Με το γάμο βούλωσα στόματα. Να ζήσετε,να ζήσετε,να τρανωθείτε και απογόνους γερούς να κάνετε. Στη γειτονιά με φώναζαν πλυντήριο πούτσων. Το μαθα τυχαία την ίδια εκείνη μέρα της κηδείας από μία γειτόνισσα κουτσή και κομμουνίστρια.

Κύριος ο Στελάκης. Τα ουζάκια μας,τις κουαφούρ μου,το ρετιρέ μας. Δυάρι με μεγάλο χωλ στην Άνω Τούμπα ο Στελάκης. Δούλευε σκυλί πρωί-βράδυ. Στο  δωμάτιο που βλέπει στο φωταγωγό έχουμε τη μάνα του από τον Νοέμβριο. Το πασαπόρτι της ο καρκίνος της. Της κάναν μαστεκτομή την ημέρα του Πολυτεχνείου. Από τη δεξιά μεριά είναι πλάκα. Άρχισε και τις χημειοθεραπείες τώρα. Μαζί και τους εμετούς. Δίπλα στο κρεβάτι της βάζω τη λεκάνη που ‘χα για το άπλωμα. Σχεδόν κάθε πρωί βρίσκω ξερατά.

Είναι φορές που θέλω να την ξεκοιλιάσω. Σαν την Κλάρα. Έτσι την φωνάζαμε. Δε νιώθω τύψεις. Την είχα θάψει κάτω από την ερικιά στο πατρικό. Ήμουν δεν ήμουν δέκα. Μια ψωρόγατα ήταν,την τάιζε η μάνα μου αποφάγια τα μεσημέρια. Της έβαζε και νερό στο κεσεδάκι από το πρόβειο της αγνό. Μετά τη χάιδευε. Εγώ σιχαινόμουν. Θεός ξέρει που είχε κυλιστεί. Καμιά φορά τη βλέπω στον ύπνο μου την Κλάρα, με τα νύχια της μου γδέρνει τις παλάμες. Ξυπνάω. Κανείς. Μόνο η γριά να βήχει. Και τη μάνα μου βλέπω, δεν έχει χέρια κι εγώ φωνή κι όλο μου λέει:

«θα τηγανίσεις πατάτες;».

Μετά προσευχομάστε σε μια γκιλοτίνα.

Δε με συγχώρεσε για το γατί, ποτέ νομίζω.

 

 

Σήμερα, επιτέλους, μετά από χρόνια που της το ζητώ, φιλοξενώ ένα μικροδιήγημα της αγαπημένης μου φίλης και συμφοιτήτριας Δέσποινας (ή αλλιώς Πέννυ) Πατρικίου!! Οι φίλοι που με διαβάζετε πιο παλιά, θα θυμάστε ίσως όταν είχα κάνει ανάρτηση σχετικά με την βιντεοποίηση, πως μέσα στα βιντεοποιήματα ήταν κι ένα της Πέννυς.

Τότε έγραφα: Η Πέννυ μας. Φιλόλογος με γνώσεις αγγλικών και γερμανικών, ζει στην λατρεμένη Θεσσαλονίκη. Ευαίσθητη ποιήτρια, έχει γεμίσει τα συρτάρια της με ποιήματα και πεζά που ισορροπούν σε μια τραμπάλα που από την μια χωρά τον κυνισμό και την ανθρωπιά του Μάτεσι κι από την άλλη τη  μελαγχολική διάθεση της Σάρα Κέην. Πλέον τα μοιράζεται και μαζί μας. Διστακτικά αλλά σθεναρά. Και την ευχαριστούμε πολύ γι αυτό!! Σας αφήνω να αγκαλιάσετε, να νιώσετε την πένα της!! Θα ακολουθήσει κι άλλη ανάρτηση με την γραφή της!!

Σε ευχαριστώ για όλα ντουντου.. Για το σπρώξιμο, για το κουράγιο, για το σύνελθε, για το προχώρα.. Γιατί είσαι πολύτιμη φίλη πέρα και πάνω από όλα!! Σε ευχαριστώ!! ♥ Να χαμογελάς πάντα γιατί σου αξίζει Πεννάκυ μου!!

 

διήγημα

Coffin nails

coffin nails

 

Έκανε ζέστη. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο με το δεξί χέρι. Σχολαστικά. Πέρασαν σχεδόν δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Το δαχτυλίδι στον παράμεσο ρούφαγε τις πηχτές σταγόνες. Μετά από λίγο, της προέτεινε το υγρό του χέρι για χειραψία. Έμεινε να τον κοιτά. Αμήχανα σκούπισε την ιδρωμένη παλάμη στο παντελόνι και της έδειξε το αριστερό του χέρι. «Αυτό είναι καθαρό», της είπε. Κοίταξε βιαστικά από την άλλη. «Μπορείτε να αρχίσετε», του είπε. Στην αρχή πήρε το φτυάρι. Πρώτα απομάκρυνε τα χαλίκια. Μετά πήρε το σκεπάρνι. Έσπασε πρώτα τον σταυρό. Μετά την πλάκα με το όνομα. Σκόρπισε η αλφάβητος στο χώμα. Γκάπα γκούπα. Γκάπα γκούπα. Πήρε πάλι το φτυάρι κι άρχισε να πετά στην καρότσα δίπλα του πέτρες και μάρμαρα, μπολιασμένα στο χώμα και τον ιδρώτα. Φάνηκε η ξύλινη σάρκα. Ήταν έτοιμος να αφήσει το φτυάρι και να πιάσει πάλι το σκερπάνι. «Σας έπεσε ένα κέρμα.». «Συγνώμη;». «Το κέρμα. Σας έπεσε την ώρα που σκάβατε», του είπε και χώθηκε στον λάκκο να του το δώσει πίσω…

 

 

φωτογραφίες · διήγημα · κέντρο Αθήνας

Το ταξί

Part-PAR-Par8224758-1-1-0

 

Μου είναι πάντα τόσο εύκολο να προσπερνώ. Κι εμένα με προσπερνούν αλλά δεν με νοιάζει. Την έχω συνηθίσει την αδιαφορία. Φοβάμαι, αυτήν την βιαστική ανταλλαγή βλεμμάτων. Ανθρωποι κυκλοφορούν γύρω μου, σκιές, και δεν τολμώ να τους κοιτάξω. Κάποιοι στέκουν ακίνητοι, σαν να περιμένουν κάποιον που δεν θα ρθει ποτέ ή και που να ρθει δεν θα το μάθω ποτέ γιατί θα χω ήδη φύγει.

Τεντώνω τα παγωμένα δάχτυλα ευθεία μπροστά, για όποιο ταξί. Κάπου κάπου κρύες στάλες στάζουν στα μάγουλά μου. Μάλλον θα βρέξει. Το ταξί σταματά κι επιβιβάζομαι.

«Που πάμε;», με ρωτά και κοιτά απ’έξω.

«Εξάρχεια», του λέω και κάνω πως ψάχνω στην τσάντα μου.

Στο δρόμο μποτιλιάρισμα κι εμείς σημειωτόν. Αλλά δεν με νοιάζει. Δεν βιάζομαι. Ξαναπροσπερνώ. Δρόμους, μαγαζιά, φιγούρες. Στην στροφή, δίπλα σε ένα περίπτερο, μια σκυφτή φιγούρα ψάχνει στον κάδο. Σε δευτερόλεπτα το ταξί φτάνει δίπλα. Ενας γέρος, με μακριά γεννειάδα και δυο ξύλινες πατερίτσες ψάχνει ανάμεσα σε χαρτόκουτες και πλαστικές σακούλες. Με τις μασχάλες του να στηρίζουν τα δυο ξύλινα πόδια, αναζητά ευλαβικά κάποιον θησαυρό. Μισοφαγωμένα τρόφιμα, γερές κούτες, ποιος ξέρει; Με το δεξί του χέρι κρατά σφιχτά ένα μεγάλο λευκό χαρτί, λίγο τσαλακωμένο και δεν το αποχωρίζεται στιγμή κατά την διάρκεια των ανασκαφών του. Το βλέμμα του, μου φαίνεται γαλήνιο και μια υποψία χαμόγελου καρφώνεται για λίγο στην άκρη του ματιού μου. Σε λίγο το ταξί θα συνεχίσει κι εγώ είμαι ολόκληρη ένα δάκρυ, μόνο που δεν έχω που να κυλήσω.

 

 

(Το διήγημα το γραψα 21/12/2012. Το γκράφιτι No land for the Poor… , δημιουργία του Wild Drawing , βρίσκεται στη συμβολή της Εμμανουήλ Μπενάκη και της οδού Αραχώβης στα Εξάρχεια από το 2015. Σήμερα συναντήθηκαν εδώ από τύχη.. Περισσότερες πληροφορίες για το γκράφιτι μπορείτε να διαβάσετε εδώ και για τον καλλιτέχνη εδώ

No land for the Poor_WD_2

Όπως αναγράφει η τοιχογραφία, (Dedicated to the Poor and Homeless here and around the Globe) το έργο είναι «αφιερωμένο στον Φτωχό και στον Άστεγο στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο»…. (πηγή)
περιοδικό Θράκα · συμμετοχή στο ''παίζοντας με τις λέξεις'' · διήγημα

Η περούκα

φωτό από το διαδίκτυο, επεξεργασμένη από μένα

 

Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε… Φέτος δεν άνθισε η λεμονιά. Πιπίλιζε αχόρταγα η ρίζα το χώμα το στεγνό, βογγούσαν τα κλαδιά, μα η λεμονιά δεν άνθισε. Ωραία που μυρίζαν τα μαλλάκια σου Θαλιώ μου! Στεφάνι, χλωμά ανθάκια λεμονιάς σκεπάζαν το πορφυρό σου το κεφάλι. Εικοσιδύο, εικοσιτρείς, εικοσιτέσσερις… «Με αγαπάς Γιωργή μου;», ψιθύριζες δειλά, «αγαπώ σε Θαλιώ μου μα τα μαλλάκια σου πιο πολύ». Πλέανε τα δάχτυλά μου, βάρκα ακυβέρνητη στις κόκκινές σου μπούκλες. Κάποτε αγγίζανε το στήθος κι από κει φτάνανε ως το χνούδι  σου το αγκάστρωτο. «Με αγαπάς Γιωργή μου;», γινόταν ο ψίθυρος κραυγή, «αγαπώ σε Θαλιώ μου μα τα μαλλάκια σου πιο πολύ». Κι ίδρωνε η παλάμη κι εγώ βλαστήμαγα την μάνα που σε γεννοβόλα έτσι ψιλοκάπουλη. Και πλάκωναν οι σάρκες τα σκεπάσματα κι αλάφραινε η ψυχή. Ξεστήθωτη έχασκες μετά το χόρτασμα, και τάιζες τώρα ντελικάτα στα φιλντισένια δόντια τα ασυγύριστα μαλλάκια. Σαρανταεννιά, πενήντα, πενηνταμία, πενηνταδύο, πενηντατρείς… Χθες στην γειτονιά, τι να σου λέω Θαλιώ μου; Την θυμάσαι την φουρνάρισσα; «Να! Δεν με πιστεύετε να σας χαρώ;», έλεγε και ξανάλεγε και σταυροκοπιόταν, «σαν να πήρε το μάτι μου απ΄την μισάνοιχτη την γρίλια, το Θαλιώ του Γιωργή, καλέ. Σαν να καθόταν στον καθρέφτη, στα σκοτάδια σας λέω και χτένιζε τα μαλλιά, λες και την άκουγα  να μετρά τις βουρτσιές της, θιοσχωρέστην». Και δώστου να σταυροκοπιέται η κακομοίρα. «Καλό το παραμύθι σου μα σα να λείπει κάτι», κοροϊδεύαν οι γειτόνοι. «Ταμπλάς μου ρθε σας λέω. », κι άντε πάλι σταυροκόπι κι έφτυνε τον κόρφο της. Ρε την κακομοίρα… Εβδομηνταδύο, εβδομηντατρείς, εβδομηντατέσσερις, εβδομηνταπέντε… Φύγαν και σκορπίσαν τα μαλλάκια σου, δάσος φυλλοβόλο. Τι έφταιγες κι εσύ; «Με αγαπάς Γιωργή μου;», δειλός ο ήχος της φωνής σου.  Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρα, υπάκουα χαλινάρια, «αγαπώ σε Θαλιώ μου». «Μα τα μαλλάκια μου πιο πολύ;», κι ήρθε κάλπης ο λόξυγγας για αντιπερισπασμό κι εγώ τσιμουδιά κι έξω έριχνε βροχή μελανιασμένη. Να ξερες πώς βελονιάζει ακόμα το χτενάκι σου με τα λειψά τα δόντια, τα ψεύτικά σου τα μαλλιά Θαλιώ μου. Κι ας έγιναν στο κεφάλι μου παρηγοριά, να μου χαϊδεύουν τους ώμους, τις νύχτες ακόμα ονειρεύομαι σαράκια. Ενενηνταοχτώ, ενενηνταεννιά, εκατό. Καληνύχτα σου Θαλιώ.

 

 

Το μικροδιήγημα ήταν η συμμετοχή μου στο διαδικτυακό μας παιχνίδι, Παίζοντας με τις λέξεις, που οργανώνει η Μαρία. Υποχρεωτικές ήταν οι λέξεις με το κόκκινο και τα κείμενα που συνταξιδέψαμε στόλισαν ακόμα μια φορά το παιχνίδι!! Πολλά πολλά συγχαρητήρια στο κείμενο που διακρίθηκε επάξια καθώς και σε όλους τους δημιουργούς που δήλωσαν και πάλι την παρουσία τους γράφοντας!! 

Ευχαριστώ από καρδιάς το Μαράκι για την ζεστή φιλοξενία της, την απλόχερη αγκαλιά της κι όλους τους φίλους για την ανάγνωση και την αγάπη που χάρισαν στο περουκάκι!!

Το διήγημα δημοσιεύτηκε υπό την επιμέλεια του Στάθη Ιντζέ, τον οποίο κι ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία, στο διαδικτυακό περιοδικό Θράκα!!

Φιλιά σε όλους και να χουμε μια ήρεμη βδομάδα!! ❤

ποιήματα · βιβλίο · διήγημα

Κλειδιά Ελευθερίας, εκδόσεις Ενδυμίων

κλεδιά ελευθερίας

 

Καλησπέρα σε όλους φίλοι μου! Σήμερα, αρχή της βδομάδας, κι έχω την μεγάλη χαρά να σας παρουσιάσω ένα βιβλίο που εκδίδεται σε λίγες μέρες με κείμενα εγκλείστων από το 3ο ΣΔΕ, (σχολείο δεύτερης ευκαιρίας), που λειτουργεί στις φυλακές Διαβατών.
Το βιβλίο φιλοξενεί κείμενα και ποιήματα εγκλείστων μαθητών και είναι «κλειδιά ελευθερίας» και επικοινωνίας. Όλα τα κείμενα, προέκυψαν από το πρόγραμμα που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του κοινωνικού έργου του Μ.Π.Σ. Δημιουργική γραφή του παιδαγωγικού πανεπιστημίου Δ. Μακεδονίας. Το πρόγραμμα αυτό βασίζεται εξ ολοκλήρου στον εθελοντισμό και επαναλαμβάνεται για τέταρτη χρονιά, κατά το μαθητικό έτος 2015-2016.


Κατά το περασμένο έτος διδάχτηκαν διήγημα και ποίηση, ενώ τους επισκέφτηκαν και μίλησαν μαζί τους γνωστοί ποιητές και πεζογράφοι. Κατά το έτος 2014-2015 δίδαξαν εξ ολοκλήρου απόφοιτοι του τμήματος μεταπτυχιακών σπουδών δημιουργικής γραφής του πανεπιστημίου Φλώρινας.


Ευχαριστώ πάρα πολύ τον Αστέρη για όλες τις πληροφορίες που μου διέθεσε!! Εγώ να ευχηθώ ολόψυχα να ναι καλοτάξιδο το βιβλίο και να σπάσει πολλά κάγκελα!! Μην σας πτοήσει ο όγκος του άρθρου, η ανάρτηση διαβάζεται νεράκι!! Θα αφήσω τον Αστέριο Μαυρουδή, απόφοιτο του τμήματος και συγγραφέα, να σας περιγράψει με τα δικά του λόγια την εμπειρία του στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας στις φυλακές Διαβατών, καθώς ο ίδιος είναι κι υπεύθυνος δράσης του προγράμματος κι είχε και την λογοτεχνική επιμέλεια του βιβλίου που ετοιμάζεται να εκδοθεί, ενώ την φιλολογική την έκανε ο Τρ. Κωτόπουλος και η Εύα Μπαλαή:

Όταν δέχτηκα την πρόσκληση-πρόκληση από το ΜΠΣ της παιδαγωγικής ακαδημίας Δ. Μακεδονίας να αναλάβω υπεύθυνος δράσης στις φυλακές Διαβατών, με θεματική την «δημιουργική γραφή», ήτοι την εκπαίδευση πάνω στην λογοτεχνική γραφή, δεν μπορούσα να φανταστώ τις εμπειρίες και τα συναισθήματα με τα οποία θα ήμουν πλήρης όλη τη σχολική χρονιά. Νομίζω δε ότι η σχέση λειτούργησε αμφίδρομα, τουλάχιστον από τις επιστολές που μας ενεχυρίαζαν οι έγκλειστοι μαθητές μας, ιδίως όταν έρχονταν η ώρα της αποφυλάκισης. Δεν μπορούμε να πούμε για ποιο λόγο εκτίουν τις ποινές τους γιατί θεωρούμε τους εαυτούς μας δάσκαλους και τους αντιμετωπίζουμε ως μαθητές. Ωστόσο μας αποκάλυπταν το παρελθόν και τις αιτίες φυλάκισης τους στις συζητήσεις στην τάξη, στις γραπτές εργασίες και τις προσωπικές συζητήσεις, καθώς σιγά σιγά ξεπερνούσαν την επιφυλακτικότητα και την δυσπιστία τους.


Οι διδάσκοντες αποτέλεσαν δυο συμπαγή τμήματα. Ένα τμήμα ήταν οι απόφοιτοι και τελειόφοιτοι του μεταπτυχιακού και το έτερο ήταν γνωστοί διηγηματογράφοι και ποιητές. Η προθυμία για συμμετοχή ήταν καταπληκτική και ήρθαν απόφοιτοι από Αθήνα, Κοζάνη, Βέροια, Τρίκαλα, πάντα σε εθελοντική βάση. Χώρισα τον εκπαιδευτικό χρόνο σε δυο τμήματα κατά τα οποία διδάχτηκαν τα δυο είδη: διήγημα και ποίηση. Οι μαθητές μας ήταν είκοσι τρεις στο αρρένων και επτά στο γυναικείο τμήμα. Βέβαια κατά την πορεία και ιδίως κατά τον μήνα Μάιο είχαμε πολλές αποφυλακίσεις. Τα αποτελέσματα αυτού του εγχειρήματος, θα φανούν στο βιβλίο το οποίο θα εκδοθεί με δικά τους διηγήματα και ποιήματα.


Το τμήμα δημιουργικής γραφής συναντιόταν μια φορά την εβδομάδα κάθε Τρίτη για δυόμιση ώρες για ολόκληρη τη σχολική χρονιά. Η εκπαίδευση σχεδιάστηκε στα χαρτιά όπως σε οποιοδήποτε άλλο τμήμα. Προσφύγαμε στην σοφία των δασκάλων μας και οι ασκήσεις βασίστηκαν στις βασικές δομές των λογοτεχνικών κειμένων. Μιλήσαμε για πεζογραφία και ποίηση. Είχαμε ασκήσεις για το ύφος, τους χαρακτήρες, το σκηνικό, τον χρόνο, τις ομοιοκαταληξίες, τα μέτρα, τα είδη. Υπήρχαν εβδομαδιαίες εργασίες που κάλυπταν μια ποικιλία από είδη -ποίηση, πεζογραφία, Η ώρα του μαθήματος περιλάμβανε ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων, κυρίως από το βιβλίο του Α. Μαυρουδή η κλεψιά και άμεσες οδηγίες, ασκήσεις και επεξεργασία από τους υπόλοιπους μαθητές.


Ξεκινώντας να πάμε πρώτη φορά στο πρόγραμμα είχαμε κατά νου διάφορες φράσεις που θα χρειαζόταν να πούμε αν τα πράγματα ξέφευγαν από τον έλεγχο και γινόταν άσχημα ή αν έπρεπε να αντιμετωπίσουμε έλλειψη σεβασμού. Όταν μπήκαμε στην τάξη καταλάβαμε ότι τίποτα τέτοιο δεν θα χρειαζόταν. Γιατί υπήρχαν άντρες και γυναίκες που περίμεναν με ανυπομονησία και ενθουσιασμό. Κάποιοι από αυτούς είχαν πάρει την απόφαση για την ποινή τους, και είχαν έναν αέρα ήσυχης παραίτησης. Άλλοι φαίνονται καινούριοι, ανυπόμονοι, δειλοί, και άλλοι θυμωμένοι γιατί μόλις έγινε το δικαστήριο και τους ανακοινώθηκε η ποινή τους. Συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε απέναντί ανθρώπους με πολύ βασικές ανάγκες και βαθιές πληγές. Ο προβληματισμοί μος βέβαια παρέμεναν.


Τι σημαίνει να διδάξουμε γλώσσα και λογοτεχνία σε έγκλειστους; Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η άποψή μας για την επανορθωτική αξία της παιδείας; Θα είχαμε κάποιο αποτέλεσμα ακόμα και σε αυτό το πιο σκοτεινό και αμφισβητούμενο εκπαιδευτικό περιβάλλον; Επίσης πόσο η δύναμη της γραφής μπορούσε ν’ αγγίξει ανθρώπους που η προηγούμενη επαφή τους με την εκπαίδευση υπήρξε αποσπασματική και ελλιπής; Οι περισσότεροι από αυτούς είναι αλλοδαποί άρα ακόμα και η γλώσσα μπορούσε να αποτελεί εμπόδιο.

Επιπλέον, είναι εφικτή η προώθηση της ελευθερίας της έκφρασης στους φυλακισμένους, όταν ρυθμίζονται ακόμα και οι πιο προσωπικές τους στιγμές;
Οι έγκλειστοι έχουν μάθει να καλλιεργούν ένα προσωπείο, ένα αλεξίσφαιρο εξωτερικό, ενώ το γράψιμο αφορά την επαφή με τον εαυτό τους. Μπορεί αυτό το εμπόδιο να ξεπεραστεί στα πλαίσια μιας τάξης, έστω και όχι υποχρεωτικής; Τέλος η δημιουργική γραφή συντελεί στην προώθηση των σωφρονιστικών στόχων μιας επανορθωτικής δικαιοσύνης; Αυτά είναι τα ερωτήματα που θέσαμε στον εαυτό μας.


Για όλα αυτά πήραμε εφησυχαστικές απαντήσεις από την κα Γιαπαλάκη, απόφοιτη του τμήματός μας και η οποία ήταν υπεύθυνη του προγράμματος κατά τις δυο προηγούμενες σχολικές χρονιές.
Αναμφίβολα η δημιουργική γραφή θεωρείται ένα χρήσιμο εργαλείο για να ξεκλειδώσει το δημιουργικό δυναμικό, ώστε να ενισχυθεί η αγάπη των μαθητών για τη γλώσσα και προσφέρει μια ισχυρή διέξοδο για την αυτο-έκφραση.
Ένα άλλο πλεονέκτημα είναι ότι οι μαθητές αποκτούν μια φωνή για να εκφραστούν, διδάσκονται ακριβώς το πώς να έχουν μια φωνή. Και αυτό μπορεί να είναι πολύ ισχυρό και θεραπευτικό. Πολλοί από τους μαθητές μας ήταν και μετανάστες ή πρόσφυγες.

Μέσα από τα γραπτά τους οι άνθρωποι συνειδητοποιούν ποιοι είναι και πού θέλουν να πάνε. Η γραφή είναι μια πορεία διόρθωσης της ζωής (Dr James Pennebaker, psychology professor at the University of Texas.
Η επιμέλεια του βιβλίου προς έκδοση θα επικεντρωθεί πιο πολύ στην διόρθωση των λαθών και σε κάποιες δικές μας παρεμβάσεις έπειτα από διευκρινιστικές συζητήσεις με τους ενδιαφερόμενους. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι κατά την σχολική χρονιά 2014-2015 πραγματοποιήθηκαν τριάντα επισκέψεις με τέσσερις εκπαιδευτές κάθε φορά ,δεδομένο ότι για πρώτη φορά το πρόγραμμα επεκτάθηκε και στην γυναικεία πτέρυγα. Μέσα από αυτές τις διαδικασίες είχαμε την ευκαιρία να εμπιστευτεί ο ένας τον άλλον και γίναμε δέκτες πολλών προσωπικών αφηγήσεων.


Προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε το μαθησιακό περιβάλλον μιας συνηθισμένης τάξης όσο το δυνατόν από την άποψη των παιδαγωγικών προσεγγίσεων, εργασιών, και δομής, αν και ο εγκλεισμός και η εποπτεία ήταν πανταχού παρόντες. Τα παραδείγματα γραφής που έχουμε στην διάθεσή μας είναι αποτέλεσμα ασκήσεων πολύ συγκεκριμένων Π.χ. Αλλάξτε το τέλος σε μια δεδομένη ιστορία. Κάποια είναι πιο ελαστικά και μπορούσαν οι μαθητές να διαλέξουν το περιεχόμενο με μεγαλύτερη ελευθερία.
Παρά την ελευθερία έκφρασης που πρόσφεραν οι ασκήσεις και τα θέματα, η πραγματικότητα που ζούσαν βάραινε τόσο, ώστε να μην μπορεί να μείνει έξω από τη θεματολογία τους.


Αναφερόμενος σε δεοντολογικά δεδομένα, θα αναφέρω ότι όλα τα ονόματα είναι επίπλαστα, διότι οι μετανάστες έδωσαν ψεύτικα ονόματα κι έτσι καταγράφηκαν. Οπότε φαντάζεστε ότι θα υπάρξει και πρόβλημα με την απονομή του απολυτηρίου γυμνασίου. Σε αντίθεση με τους Αλβανούς μετανάστες που στην πλειονότητα χρησιμοποίησαν χριστιανικά ονόματα, οι υπόλοιποι χρησιμοποίησαν τοπικά. Οι έγκλειστοι μαθητές, μετανάστες, ήταν ικανοποιημένοι και χαρούμενοι που κάποιοι ενδιαφέρονται για τα προβλήματά τους. Κάποιες φορές οι αφηγήσεις τους είχανε εξομολογητικό χαρακτήρα και κάποιες φορές αποτρέψαμε κινδύνους.


Ο Σαιμίρ γράφει σε μια επιστολή του μετά την αποφυλάκισή του. «Τριαντάφυλλε κι Αστέρη ουδέποτε είχα φανταστεί πως θα γνωρίσω στην ζωή μου ανθρώπους με τέτοια διάνοια. Πέρα από την ευφυΐα σας μας φέρατε σε επαφή με πολλούς πεπειραμένους και σπουδαίους συγγραφείς που πολλοί συνάνθρωποί μας πληρώνουν τα μαλλιά της κεφαλής τους για να έχουν μια ώρα οδηγίες, το πώς αυτά που ζούμε να τα μεταφέρουμε σε διηγήσεις. Βρήκαμε έναν τρόπο έκφρασης των συναισθημάτων μας, δίνουμε τις σκέψεις μας σε κάποιους άλλους, με τον σωστό τρόπο. Σας είμαι ευγνώμων για όσα κάματε για μας.» Και καταλήγει:

Με κάνατε αετό
Φτερά με βάλατε να πετάξω
Να δω τον κόσμο αγνά και καθαρά
Και να τους πω
Όπως εμένα τους αγαπώ
Να τους πω να ονειρεύονται
Και παντού την ζωή να γεύονται.

Σημειώνουμε ότι παρά του ότι οι μετανάστες φοιτούν σε σχολείο δεύτερης ευκαιρίας επιπέδου γυμνασίου, αντιμετωπίσαμε προβλήματα εκφοράς λόγου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασαν τα κείμενά τους από τα οποία βγάλαμε συμπεράσματα για το ψυχολογικό υπόβαθρο των μεταναστών εγκλείστων μαθητών. Τα πιο πολλά συγκλίνουν σε έναν παραληρηματικό λόγο, χωρίς κόμματα και τελείες με ατέλειωτες φράσεις. Σε αντίθεση υπήρχαν κείμενα με αγχωτικό λόγο και πολλές τελείες. Παραθέτουμε δυο κείμενα χαρακτηριστικά.

Η Γλυκερία έγραψε:

«Τα ματωμένα κάγκελα»
Τα μάτια της ήταν κλειστά. Έβλεπε όμως κάγκελα… μαύρα. Δεξιά, αριστερά, πάνω και κάτω. Κρύωνε πολύ. Τριγυρνούσε κάθε νύχτα και κρύωνε. Τι μου συμβαίνει; Σκέψεις αόριστες και σκόρπιες. Γυρνούσε κάθε βράδυ γύρω γύρω από το όμορφο μνήμα που το περιτριγύριζαν μαύρα κάγκελα… Τι μου συμβαίνει; Δεν μπορούσε να ορίσει το μυαλό της. Πως θα μπορούσε άλλωστε… ήταν νεκρή.

Η Αλίκη που είναι Ρομά έγραψε:


«Σκέψεις»
Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του νου μου
Βρήκα τα λάθη μου τα πάθη μου
Ακριβά μάτια μου
Τα πλήρωσα και το τσιγάρο μου να καίγεται καπνούς η ατμόσφαιρα γέμισε μαζί του καίγομαι κι εγώ στους καπνούς και χανόμουν και
Στάχτες πίσω μου αφήνω
Βράδυασε στο γεμάτο κι ούτε νύχτα
Μαύρα πέπλα διπλώθηκαν στα μέσα μου σύγχρονη Σαλόμε
Ένα ένα θέλω να τα πετάξω από πάνω μου κι ύστερα
Να αποκεφαλίσω αυτό το τέρας που ήρθε στο δρόμο μου, το
Φυλακή μου το φυλακή σου τη φυλακή μας αχ μάτια μου πόσο θ αντέξω από το μονοπάτι κι αν αντέξω κι αν αντέξεις μάτια μου φοβάμαι, μην ξαναπέσω
Παράνομο παιδί κι εγώ βλέπεις η αμαρτία είναι γλυκιά
Με αδειάζει από η φυλακή με αδειάζει λίγο λίγο κράτα με σφιχτά μην μ αφήσεις να σου φύγω μαζί σου θέλω να περπατήσω μαζί σου μωρό μου και στα δύσκολα και στα εύκολα χαμένη είμαι μάτια μου χαμένη
Σε σκοτεινά καλντερίμια με έκλεισε μέσα σου σε λαβύρινθο του να μη θέλω να σταματήσω να σκέφτομαι με σένα θέλω να γεμίσει τον νου μου
Φώλιασες μέσα μου η θύμηση σου η σκέψη σου η μυρωδιά σου γλυκά με τυρανάνε τις νύχτες τούτες τις νύχτες τούτες που ένα φιλί θα με λύτρωνε μακριά μου είσαι και πώς να αγγίξω μάτια μου πώς να τα φτάσω τα χέρια σου πώς να κλείσω τις παλάμες μου στις δικές σου πως να κλειδώσω τον ήχο της φωνή σου πως μάτια μου σφικτά να σε κρατήσω αέρας είναι η φωνή σου μόνο η φωνή σου και η αγάπη που σου έχω με κρατάνε στη θύμηση σου αγάπη μου λείπεις.

Η έκδοση του βιβλίου εκτός από την ανθρωπιστική πλευρά της δημιουργικής διαδικασίας, έχει ιδιαίτερη σημασία για τους έγκλειστους συγγραφείς. Θεωρούν αυτό το είδος της γραφής ως μια κίνηση προς την κοινωνία. θεωρούν την δημοσίευση αυτού του βιβλίου ως μια μορφή ελευθερίας. Μέσω των γραπτών τους είναι παρόντες στον ελεύθερο κόσμο. Όμως κύρια ωφέλεια από όλη την διαδικασία είναι η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης. Αν και βρίσκονται στην δυσχερέστερη θέση, τα γραπτά τους θεωρήθηκαν αρκετά καλά ώστε να προσεγγίσουν ένα ευρύτερο κοινό.


Τέλος το βιβλίο αποτελεί μια προσπάθεια ενίσχυσης ενός επανορθωτικού σωφρονισμού καθώς όλα τα έσοδα πηγαίνουν στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας των φυλακών για την αντιμετώπιση ελλείψεων. Και αυτό είναι μια ακόμα καταφατική απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο ένα τμήμα δημιουργικής γραφής αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης σωφρονιστικής προσπάθειας.


Ένα μεγάλο ευχαριστώ καθώς για την έκδοση βοήθησαν η «αλληλεγγύη για όλους», ο Βασίλης Λαλιώτης και ο εκδοτικός οίκος «Ενδυμίων», ενώ σημαντική ήταν η βοήθεια του διευθυντού του σχολείου κου Καραγιαννίδη Θεόδωρου, που μας έλυσε όλα τα μικροπροβλήματα., ο Επιστημ. Υπεύθυνος του εθελοντικού προγράμματος Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος, επίκουρος καθηγητής δημιουργικής γραφής και ελληνικής λογοτεχνίας, ποιητής, βοήθησε άοκνα την προσπάθεια, με τις συνεχείς επισκέψεις στο σχολείο και τις συμβουλές του.
(η συνεισήγηση του Αστέρη Μαυρουδή και της Εύας Μπαλαή πήρε μέρος στο δεύτερο διεθνές συνέδριο Δημιουργικής Γραφής στην Κέρκυρα.)

 

 

Στην φωτο από αριστερά: δύο καθηγήτριες του σχολείου, η Εύα Μπαλαή φιλόλογος, ο διευθυντής του σχολείου Θ. Καραγιαννίδης, ο συγγραφέας Αστέρης Ν. Μαυρουδής και η ποιήτρια Αλεξάνδρα-Ευτυχία Λουκίδου.

πρόσκληση λογοτεχνική · φωτογραφίες · διήγημα

Το ταξίδι ενός φλυτζανιού

(Αυλαία…) Κι αν ακίνητος χορεύω; Ποιος να ισχυριστεί το αντίθετο; Εντονη κίνηση, εύελικτη, σκοτεινή. Τεντώνομαι ψηλά, ξεμακραίνω μια στάλα και σε λίγο ξαναγυρίζω μπροστά σου με μια στροφή. Χορεύω σε κύκλους, μπροστά από το φως, πίσω από την σκιά. Ακουμπώ απαλά στο πάτωμα, δεν θα φτάσω στο ταβάνι, το ξέρω, μα μαζί με εμένα στροβιλίζονται κι άλλοι στον χώρο και δεν είμαι μόνος μου. Ενώνομαι μαζί τους. Στην αρχή σε δυάδες, μετά σε τριάδες ώσπου να καταλήξω μόνος. Χορεύω πάντα ρυθμικά κι ανάλαφρα. Αυτοσχεδιάζω φιγούρες ακίνητος, στο λευκό ημίφως. Δεν ακούω την μουσική αλλά πάλλομαι στους ρυθμούς της σιωπής της. Αύριο θα χορέψω τανγκό, βαλς. Σήμερα είμαι χορευτής μπαλέτου. Χορεύω διαγώνια, χορεύω σε κύκλους, ακίνητος. Είμαι σκιά που γλείφει λαίμαργα το πάτωμα, να ξεφύγει από το είναι της. Αφήνομαι στα αόρατα μόρια του φωτός, στην ζεστή τους δίνη, γυμνός να αναγεννηθώ από του ονείρου την φαντασία.. Λίγα ίχνη σκόνης θα συντροφεύουν τον μεθυστικό χορό μου, θα ορμούν αθόρυβα στα αιώνια βήματά μου. Οπως θα ξεγλιστρώ μακρυά, σε πρωτόγνωρα μονοπάτια, σβήσε το φως, άναψε το φως, εκεί πέρα πάντα θα μαι. (Υπόκλιση…)

The tea cup ballet, photo by Olive Cotton, 1935

 

 

Το 1935, η Αυστραλέζα φωτογράφος Olive Cotton, ένθερμη οπαδός του μοντερνισμού, θα αιχμαλωτίσει στα δίχτυα του χρόνου ίσως την πιο αναγνωρισμένη φωτογραφία της ονόματι The tea cup ballet.

Η φωτογραφία, που απεικονίζει έξι φλυτζάνια του τσαγιού με τα πιατάκια τους, με το παιχνίδισμα που κάνει ο φακός της φωτογράφου με το φως και τις σκιές, δημιουργεί την ψευδαίσθηση κινήσεων που υποδηλώνουν χορευτές μπαλέτου.

Η Olive Cotton είχε αγοράσει αυτό το οικονομικό σετ φλυτζανιών, θέλοντας να αντικαταστήσει τις παλιές κούπες που είχε στο στούντιό της. Παρατήρησε όμως ότι οι λαβές τους ήταν έντονα γωνιώδεις με αποτέλεσμα να φέρει συνειρμικά στο μυαλό της την γωνιώδη στάση που παίρνουν τα χέρια μας όταν τα ακουμπάμε στα ισχύα. Αυτή η σκέψη ήταν αρκετή να εμπνευστεί και να δημιουργήσει μια φωτογραφία με θέμα τον χορό.

Η ίδια αναφέρει ότι χρειάστηκε πολλές φορές να μετακινήσει τα φλυτζάνια με τα πιατάκια τους έτσι ώστε να πετύχει όπως ακριβώς επιθυμούσε το παιχνίδισμα με το φως κι αυτό γιατί αρχικά ήταν πολύ δύσκολο να καταφέρει να αποτυπώσει την ψευδαίσθηση της κίνησης και του χορού. Ωσπου όταν χρησιμοποίησε κατάλληλα έναν προβολέα, οι σκιές που σχηματίστηκαν της έδωσαν την λύση που ζητούσε.
Η αφηρηματική μαεστρία της χρήσης του φωτός και των σκιών καθώς κι ο τρόπος που είναι τοποθετημένα τα φλυτζάνια με τα πιατάκια τους, επιτρέπουν στην φαντασία του θεατή να πυροδοτηθεί και να ενισχύσει τον παραλληλισμό των φλυτζανιών με θίασο χορευτών μπαλέτου.

Διαδικτυογραφία:

https://en.wikipedia.org/wiki/Tea_cup_ballet

https://en.wikipedia.org/wiki/Olive_Cotton

http://www.artgallery.nsw.gov.au/collection/works/218.1980/

 

Η ανάρτηση συμμετέχει στην πανέξυπνη και πρωτότυπη ιδέα της αγαπημένης μου συμπεθέρας , της Πέτρας, με τον τίτλο Το ταξίδι ενός φλυτζανιού!! Για να δηλώσετε κι εσείς συμμετοχή στο ταξίδι ή να διαβάσετε τις ιστορίες κι άλλων φλυτζανιών, απλά πατήστε στον σύνδεσμο!! Σας φιλώ!!

 

πρόσκληση λογοτεχνική · διήγημα

Ελένη

 

Στίχοι: Δημήτρης Τσεκούρας
Μουσική: Τάκης Σωτηρχέλλης
Πρώτη εκτέλεση: Τάκης Σωτηρχέλλης
Τραγούδι: Ελένη

 

 Ήθελα να φορώ τους φακούς το καλοκαίρι. Να κοιτώ ψηλά και να αλλάξουν χρώμα τα μάτια μου από τον ήλιο. Ήθελα να πάρω τα δικά σου. Πράσινα του σμαραγδιού την ώρα που ιριδίζει χρυσό το φως της αυγής. 

Πράσινα της  χρυσόμυγας την ώρα που σκαρφαλώνει πάνω της η τελευταία ηλιαχτίδα. Θα συμβιβαζόμουν και με το πράσινο του βάλτου. Του έλους. Εκεί που ρουφά την χορτιαριασμένη γη και της δίνει μια σκοτεινή, σχεδόν απόκοσμη απόχρωση του κίτρινου. Εκεί που το μπλε εξαφανίζεται κι υπάρχει μόνο υποψία πράσινου. Εκεί που υπερνικά το χαλασμένο κίτρινο. Έστω. Θα συμβιβαζόμουν. Ήθελα να  ρίξω άγκυρα σε αυτές τις πινελιές. Να μαζέψω με τρύπια δίχτυα ότι έχει απομείνει σε σιωπή, να τα ρίξω σε μια βάρκα και να την βλέπω να βυθίζεται.  Ήθελα να θυμηθώ πως τρίζουν οι βλεφαρίδες όταν ανοίγουν. Σαν βάρκα που βουλιάζει. Ξέμεινα με ευχές  στον αντίχειρα και τον δείκτη. Και στα δυο χέρια. Ξέμεινα από πράσινες βλεφαρίδες. Ξέρεις, το δάκρυ παίρνει χρώμα όταν ψηθεί στον ήλιο. Γίνεται μελί. Σχεδόν γλυκίζει. Σχεδόν κολλάνε οι βλεφαρίδες σε μια τσίμπλα από μέλι που στάζει. Και να ξεμείνεις από αλάτι, σου υπόσχομαι θα στάζεις μέλι.

Ήθελα, τίποτα…

(αφιερωμένο στην Ελένη μου που πάντα θα μου λείπει)

 

 

Το κείμενο συμμετέχει εδώ, στο καινούριο project του Γιώργου Ιατρίδη, Το γραμμόφωνο

Κλέψε άφοβα τίτλους από τραγούδια και σύνθεσε με λέξεις το δικό σου κείμενο. Δώσε λοιπόν πλοκή, στην πλοκή των στίχων. Ντύσε με προτάσεις και σημεία στίξης τις παρτιτούρες. Πάτα πάνω στα μουσικά μέτρα και γράψε τη δική σου ιστορία!

Περισσότερες πληροφορίες για να στείλετε και την δική σας συμμετοχή αλλά και να διαβάσετε τις ήδη υπάρχουσες , μπορείτε να βρείτε εδώ.

Ευχαριστώ πάρα πολύ τον Γιώργο για την δημιουργική του έμπνευση, την ενημέρωση του project και φυσικά για την φιλοξενία του κειμένου μου. Καλή επιτυχία στο λογοτεχνικό project με εμπνευσμένες συμμετοχές!!

Το κείμενο αυτό είχε γραφτεί πέρσυ το καλοκαίρι για την πρόσκληση της Πέτρας μας, Άλλος με την βάρκα μας. Ήθελα πολύ όμως να συμμετέχει και στο project του Γιώργου για προσωπικούς λόγους.

Να στε όλοι καλά και να χουμε μια όμορφη βδομάδα!!

 

διήγημα

My love, δείγμα μονόπρακτου

 

                                                                               Gaetan Cormier, The red veil

 

Η – μι- κρή Ε- λέ- νη – κά-θε- ται- και – κλαί-ει γιά- τι – δεν – την –παί- ζου-νε – οι – φι- λε- να- δες – τις


ΑΤΙΛΟΛ: …..


Η – μι- κρή Ε- λεεεεεεεέ- νη – κά-θε- ται- και – κλαίιιιιιιιιιιιιιιιι-ει γιά- τι – δεν – την –παί- ζου-νε – οι – φιιιιιιιιι- λε- νά – δες – τις


ΑΤΙΛΟΛ: Πάψε.


φι- λε – νά- δεεεεεες – τις


ΑΤΙΛΟΛ : Πάψε είπα.


δεεεεεεεες- τις


ΑΤΙΛΟΛ: Σκάσε!


δεεεεεεεες-


ΑΤΙΛΟΛ :Παράτα με!


-τις. Επιτέλους. Καιρό είχα να σε δω αγάπη μου. Δεν ήσουν καλό κορίτσι. Με είχες στην απομόνωση, τι κατάλαβες. Δεν είναι καλύτερα έτσι; Για να σε δω. Ναι, είχες δίκιο τελικά. Τα χάλια σου έχεις.


ΑΤΙΛΟΛ : Τι θες;


Εγώ; Εσύ με ξέχασες. Απλά να σου υπενθυμίσω ότι υπάρχω. Πρόσεχε θα πέσεις! Σου είναι δύσκολο να ισορροπείς στα τακούνια σου. Μπορείς να τα βγάλεις πια. Δεν σε βλέπει κανείς.


ΑΤΙΛΟΛ: Με τραγουδάκια θα μου το θυμίσεις; Παράτα με.


Έλα πιο κοντά. Γέρασες μωρό μου. Εγώ για να σου φτιάξω το κέφι. Θυμάσαι..;


ΑΤΙΛΟΛ : Όχι.


Φυσικά και θυμάσαι. Δεν πέρασαν δα κι αιώνες. Μου πόζαρες με τις ώρες. Τι σώμα! Τα μαλλιά σου , μαύρα. Λεία. Θυμάσαι όταν μου θύμωνες; Θα τα κόψω, μου έλεγες. Θα τα κόψω εδώ μπροστά σου και θα τα χαρίσω στους εραστές μου κι εσένα θα σε καλύψω για πάντα. Θα με παρακαλάς αλλά δεν θα με ξαναδείς ποτέ ξανά. Θυμάσαι; Θυμάσαι τι σου έλεγα; Θυμάσαι που σε ικέτευα να μην το κάνεις; Σου έλεγα χίλιες φορές να με σπάσεις σε χίλια κομμάτια παρά να κόψεις τα μαλλιά σου. Κι εσύ γελούσες και μου έκλεινες το μάτι και πέταγες πάνω μου το σεντόνι σου. Σε ευχαρίστησα ποτέ; Ήταν τόσο ζεστό αυτό το σεντόνι. Τόσο διάφανο. Σου άρεσε πάντα να σε βλέπω στο κρεβάτι με αυτούς. Οι ανόητοι. Νόμιζαν ότι σε είχαν ενώ εσύ πάντα κοιτούσες εμένα. Εμένα και δεν το ξεχνώ. Σε ευχαριστώ. Κοίτα τώρα το σεντόνι σου. Κιτρίνισε κι αυτό.


ΑΤΙΛΟΛ : Εμένα κοιτούσα.


Ναι μωρό μου αυτό λέω κι εγώ. Εμένα. Άγγιξέ με. Να νιώσω τα δάχτυλά σου πάνω μου. Τι νιώθεις;


ΑΤΙΛΟΛ: Κρύο.


Ω !Το μωό μου νιώθει κλύο;


ΑΤΙΛΟΛ: Κρύο σου λέω. Όπου και να σε αγγίζω. Κρύο. Πες τ’ όνομά μου.


Μετά. Πρώτα θα τραγουδήσουμε. Η- μι- κρή- Ε-


ΑΤΙΛΟΛ: Πες τ’όνομά μου.


Πόσα παιδιά θα μπορούσες να’χεις τώρα άραγε; Τρία; Τέσσερα; Παραπάνω, έχεις δίκιο. Πολλά παραπάνω.


ΑΤΙΛΟΛ: Σε παρακαλώ…


Ναι, μάλλον δεν ήθελες. Δεν είναι τρομερά αστείο αν φανταστείς πόσο σπέρμα έχεις φτύσει ή πόσο έχεις καταπιεί; Τα πένθησες άραγε μικρή μου; Όχι! Δεν θα έχανα τέτοια παράσταση. Που είχαμε μείνει; Κά- θε-ται- και – κλαί-ει- γιά-τι -δεν- την – παί-ζου-νε -οι- φί-λε-να-δες- τις.


ΑΤΙΛΟΛ: Είμαι κουρασμένη. Σταμάτα σε παρακαλώ.


Ξέρεις γιατί το λένε μήλο του Αδάμ αυτό το σημείο στο λαιμό του άντρα; Η Εύα τον ξεγέλασε κι όμως εκείνος καρπώθηκε την δόξα. Αλλά να σου πω τι πιστεύω; Δεν ήταν κουτός. Ούτε αθώος. Όχι. Ήταν μόνος του. Ολομόναχος. Για σκέψου το. Μόνος του. Εκείνος. Η Εύα ήταν δικό του δημιούργημα. Φαντασίωση του μυαλού. Μην το πεις όμως παραέξω. Αν και να το πεις λόγω ηλικίας δεν θα σε παρεξηγήσουν.


ΑΤΙΛΟΛ: Μη με κοροϊδεύεις. Σε παρακαλώ. Αφού το θες τόσο πολύ, έλα να τραγουδήσουμε.


Βιάστηκες να χορτάσεις από νωρίς. Έτσι είναι. Όταν καταπίνεις την γλώσσα του φιδιού θα αναγκαστείς να ξεράσεις κάποια στιγμή το δηλητήριο.


ΑΤΙΛΟΛ: Θα κάνω ότι θες. Θυμάσαι; Σου ανήκω.


Σε ξέχασαν όλοι. Κρίμα. Όλους τους ξεγέλασες. Εμένα όμως όχι. Γέρασες μικρή μου. Χώνεψέ το. Πλέον δεν με νοιάζει αν κόψεις τα μαλλιά σου. Κανείς δεν θα βρεθεί να σε πηδήξει τώρα. Δεν έχουν γεύση οι πέτσες σου. Κάλυψέ με πάλι κι εγώ σου υπόσχομαι να πω τ’όνομά σου. Με αυτό το σεντόνι, το κίτρινο.


ΑΤΙΛΟΛ: Και μετά θα φύγω μόνη;


Και μετά θα τραγουδήσουμε μαζί το σωστό τραγούδι.


ΑΤΙΛΟΛ: …


Σκούπισε τα μάτια σου και ξεκίνα.


ΑΤΙΛΟΛ: Η – μι-κρή- Ε-λέ-νη- κά-θε-ται – και- κλαί-ει…


Το σωστό τραγούδι μικρή μου.


ΑΤΙΛΟΛ: …. Η – γρι-ά –


– Λο-λί-τα – κά-θε-ται


ΛΟΛΙΤΑ: – και- κλαί-ει- για-τι-


– δεν- την- παί-ζου-νε- οι – φι-λε-νά-


ΛΟΛΙΤΑ: – δεεεεεεεες- τις

 

Τέλος

 

Υποσημείωση: Το μίνι μονόπρακτο γράφτηκε περίπου πριν 2 χρόνια, σαν άσκηση σε σεμινάριο γραφής στο ΕΚΕΒΙ. Ποιος είναι ο συνομιλητής της ηρωίδας;; Η απόφαση ή το συμπέρασμα ανήκει στον αναγνώστη!!